Ωσάν κάποιος ο οποίος ήτο γεννημένος στις αρχές των 90’s έχω έναν έμφυτο ενθουσιασμό και μια βαθιά αγάπη για οτιδήποτε θυμίζει, μυρίζει και έχει γεύση από αυτή τη δεκαετία. Με cult ταινίες όπως το Blade -shoutout στην τρομερή σκηνή με το club, όποιος ξέρει ξέρει- και το Underworld να βρίσκονται στα νεανικά μου χρόνια, κανείς δεν είναι περίεργο να αντιληφθεί από που προέρχεται η περίεργη αρέσκεια μου προς το κόσμο των vampires και των werewolves. Ως αποτέλεσμα, λάτρεψα και την υπερχειλισμένη cultίλα video game σειρά παιχνιδιών Vampire: The Masquerade. Έχοντας ρουφήξει (pun intended) σχεδόν όλους τους τίτλους της σειράς δε θα μπορούσε να λείπει και το Bloodlines 2. Αποτελώντας τον τελευταίο τίτλο (έως τώρα), στη σειρά που ανήκουν στο World of Darkness, το Vampire: The Masquerade – Bloodlines 2 αποτελεί ένα first-person action-RPG παιχνίδι, το οποίο κατάφερε να κυκλοφορήσει μέσα από μύρια κύματα, σε μια βάρκα όμως που δεν μπορεί να κρύψει τις ρωγμές της, περιπλανώμενη μέσα σε μια ομίχλη του ίδιου της του εαυτού.

YOU’RE AN ELDER, PHYRE!
Το παιχνίδι καταφέρνει να κάνει το πλέον παράδοξο, εκπλήσσοντας με θετικά και αρνητικά ταυτόχρονα. Και αυτό διότι καταφέρνει να έχει μία ενδιαφέρουσα και έντονη ιστορία -κάτι το οποίο δεν είχε ο προηγούμενος τίτλος- και παράλληλα να χάσει ότι cult στοιχείο έχει, χαρακτηριστικό το οποίο κράτησε ζωντανή τη σειρά των Bloodlines. Σημαντικό είναι να αναφέρω πως το Vampire: The Masquerade – Bloodlines 2 αποτελεί sequel του Bloodlines μόνο στο όνομα, καθώς τα δύο παιχνίδια δεν έχουν καμία επαφή το ένα με το άλλο -πέρα από την θεματολογία τους- αφού διαδραματίζονται σε διαφορετικές πόλεις της Αμερικής και σε διαφορετικά έτη.
Στο Vampire: The Masquerade – Bloodlines 2 αναλαμβάνουμε τον χαρακτήρα του/της Phyre, ενός elder vampire με το προσωνύμιο The Nomad, το οποίο είναι ζωντανό και περιπλανώμενο (εξού και ο τίτλος the Nomad) γύρω στα 400 χρόνια. Ο ήρωάς μας μετά από αρκετά χρόνια που βρίσκεται σε torpor (κάτι σαν χειμερία νάρκη) ξυπνάει στη πόλη του Seattle παγιδευμένος και έχοντας χάσει αρκετές από τις δυνάμεις του λόγω ενός παράξενου σημαδιού στο χέρι του. Το απροσδόκητο της υπόθεσης είναι ότι πέρα των παραπάνω έχει μέσα στο κεφάλι του άλλον έναν χαρακτήρα, ονόματι Fabien, ο οποίος τυγχάνει να είναι ένα βαμπίρ-ντετέκτιβ. Στόχος του χαρακτήρα μας είναι να καταλάβει γιατί βρίσκεται στο Seattle της Αμερικής, ποιος τον έφερε εκεί, ποιος τον παγίδεψε και τον αποδυνάμωσε, αλλά και γιατί βρίσκεται ένα άλλο vampire εντός της συνείδησης του.
Τα παραπάνω ερωτήματα αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της ιστορίας μας με τις εσωτερικές πλοκές να οργιάζουν και την ύπαρξη τόσων plot twists όσων και στροφών στο βουνό Iwaki της Ιαπωνίας.
Παρόλο που η παραπάνω ιστορία ακούγεται ολίγον τι συνηθισμένη και χωρίς ιδιαίτερους προβληματισμούς, η The Chinese Room έκανε τα μαγικά της και έφερε την ανατροπή βάζοντας την ιστορία να εξελίσσεται σε 2 διαφορετικές δεκαετίες και σε αρκετές διαφορετικές χρονιές. Η ιστορία της Phyre διαδραματίζεται το έτος 2025, αλλά κατά τη διάρκεια του ύπνου της αναλαμβάνουμε τον Fabien, του οποίου ξαναζούμε τις αναμνήσεις που διαδραματίζονται στα 1920’s αλλά και στο 2025. Το εκπληκτικό φυσικά δεν είναι μόνο το ότι βλέπουμε άλλα έτη αλλά και το γεγονός ότι έχουν τελείως διαφορετικό gameplay οι δύο χαρακτήρες μεταξύ τους. Βέβαια στόχος και των δύο είναι να λύσουν τα παραπάνω ερωτήματα δίνοντας έτσι λύση στο βασικό πρόβλημα του Phyre, το οποίο είναι να μάθει γιατί είναι παγιδευμένος εντός της πόλης χωρίς να μπορεί να φύγει.

Όπως ανέφερα και προηγουμένως, το gameplay βασίζεται σε στοιχεία RPG, τα οποία η αλήθεια είναι ότι έχουν εμφάνιση και στον τρόπο που λειτουργεί η ιστορία μας. Το παιχνίδι μας δίνει την επιλογή του να επιλέξουμε ποιους διαλόγους θέλουμε επηρεάζοντας έτσι τα επίπεδα αρεσκείας μας προς τους διάφορους NPCs γύρω μας. Παρότι το παραπάνω ακούγεται αρκετά βαθύ και επηρεασμένο από άλλους μεγάλους τίτλους RPG -όπως έχουν δηλώσει οι ίδιοι οι devs- η αλήθεια είναι ότι αποτυγχάνει στο περίπου, καθώς η επιλογή των διαλόγων αυτών επηρεάζει τα endings και τα endings μόνο. Α! Και ελαφρώς τον τρόπο που σου μιλάνε αυτοί οι που μπινελικώνεις, λογικό ως είναι.
Κατά τα άλλα αυτοί που είναι να σου μιλήσουν θα σου μιλήσουν, αυτοί που είναι να σου δώσουν quest θα σου δώσουν, χάνοντας έτσι την ευκαιρία για δημιουργία μοναδικών playthroughs. Οπότε, όπως μπορεί να συμπεράνει κανείς, έμεινα αρκετά απογοητευμένος από το ότι υπήρχαν οι βάσεις για να εξελιχθεί σε ένα story-driven RPG, χωρίς όμως εν τέλει να χτιστεί το υπόλοιπο σύστημα που χρειαζόταν πάνω από τις βάσεις αυτές, χαραμίζοντας έτσι την ευκαιρία μέσα από τα χέρια του για ανέλιξη και εξέλιξη σε κάτι παραπάνω.

LET ME SUCK SOME BLOOD FROM YOU!
Το παιχνίδι δεν σταματάει τις αστοχίες μόνο εκεί, καθώς πέρα από το main path, το οποίο εκπληρώνει αρκετά καλά τους στόχους του, οποιοδήποτε άλλο quest ή activity μοιάζει να είναι κατ’ ελάχιστον αγγαρεία και κατά μέγιστον αδιαφορία για τη νοημοσύνη μου. Για να γίνω λίγο πιο συγκεκριμένος το παιχνίδι περιείχε 3 ειδών side quests, εκ των οποίων τα 2 ήταν επαναλαμβανόμενα και το 1 ήταν one-time quest. Δεν μπορώ να κατανοήσω πως εν έτει 2025, με AI robots να κυκλοφορούν ανάμεσα μας, οι devs διάφορων παιχνιδιών δεν μπορούν να κατανοήσουν πως τα ανούσια fetch, kill-this και collect-that quests, με την αιτιολογία “ε βοήθησε με για να σε βοηθήσω ή αφάνισε αυτούς γιατί μας δημιουργούν πρόβλημα” δεν αποτελούν κάτι τιμητικό για το εκάστοτε παιχνίδι τους.
Προφανώς δεν λέω να μην υπάρχουν καθώς δεν μπορούν όλα τα quests να κρύβουν βάθος ή αξιομνημόνευτους χαρακτήρες, αλλά δεν μπορείς να μου βάζεις τέτοια ρηχά quests και να περιμένεις να μην προσβληθώ, όταν έχουν περάσει τίτλοι φέτος που πραγματικά κάνουν ιστορικά ρεκόρ χάρις σε όλα αυτά. Και για να βγάλω και το άλλο μεγάλο παράπονο μου -που αποτελεί εξίσου μεγάλη προσβολή στη νοημοσύνη μου αλλά και κάκιστο γεγονός για τους ίδιους τους devs- είναι το πώς επιτρέπεις να βγει στη κυκλοφορία παιχνίδι έχοντας τέτοια bugs, τα οποία ενδεχομένως να είναι game-breaking -όπως αυτό που συνάντησα εν μέσω του main quest και με διάφορες αλχημείες προσπέρασα- και αντί να φτιάχνεις αυτά, να βγάζεις update το οποίο να περιέχει καινούργια customization options για το Halloween. Δηλαδή ειλικρινά, δεν ξέρω ποιος το σκέφτηκε ή καλύτερα ποιος δεν το σκέφτηκε αλλά τέλος πάντων.

Ολοκληρώνοντας το παραλήρημά μου και συνεχίζοντας, πέρα από τα παραπάνω ανούσια quests το παιχνίδι περιέχει και έναν σχετικά άδειο κόσμο. Πέρα από το occasional blood-sucking σε διάφορους κατοίκους της περιοχής για τη συλλογή κάποιων ειδικών μονάδων αίματος (των οποίων μπορείς να συλλέξεις και σαν reward από τα side quests) και μερικά kills στις ταράτσες από τις πολυκατοικίες, το παιχνίδι δεν έχει να δεις ή να κάνεις τίποτα άλλο. Είναι ΚΕΝΟ!
Οι NPCs απλά περιφέρονται εντός της πόλης άσκοπα, οι περισσότεροι εχθροί είναι περιορισμένοι, όπως προείπα, στις ταράτσες από τα κτίρια, στα οποία παρεμπιπτόντως δεν μπορείς να εισέλθεις σχεδόν σε κανένα από αυτά πλην ελαχίστων, κάτι το οποίο θεωρώ σχετικά απαράδεκτο, μιας και με τα vampiric abilities του χαρακτήρα μου μπορώ να διασχίσω τη πόλη από άκρη σε άκρη σε λιγότερο από ένα λεπτό και πεζός σε λιγότερο από 2 με 2:30 λεπτά. Γεγονός το οποίο υποδηλώνει ότι ο χάρτης είναι μικρός. Και είναι πραγματικά κρίμα, διότι μας δίνεται η ευκαιρία να δούμε για πρώτη φορά τις δυνατότητες ενός Elder μόνο και μόνο για να κλειστούμε σε 20τμ χάρτη.
Επίσης το Seattle του 2025 δεν βγάζει κανένα cult vibe σε σύγκριση με το Los Angeles στις αρχές του 2000, όπου διαδραματίζεται το προηγούμενο παιχνίδι. Το μόνο θετικό είναι πως σε ορισμένες τοποθεσίες υπάρχει έντονο το gore στοιχείο, το οποίο ανεβάζει όσο να ‘ναι το vibe της όλη ιστορίας, αλλά και αυτό είναι περιορισμένο σε ορισμένα main quests και σε ορισμένες τοποθεσίες όπου διαδραματίζονται αυτά.

Άλλο ένα στοιχείο, το οποίο καταφέρνει να είναι απομονωμένο στο ευρύ main quest -και εκεί όχι παντού- είναι η μουσική. “Music makes or breaks a game”, έχει πει κάποιος σοφός. Στη δική μας περίπτωση, αυτό που γίνεται είναι κάτι ενδιάμεσο, με τη μουσική να μεγαλουργεί σε κάποια σημεία και να μοιράζει vampire gothic vibes αβέρτα και σε κάποια άλλα να είναι απλά απούσα και να επικρατεί μια ησυχία όπως στο βάθος της θάλασσας. Νεκρική δηλαδή. Αυτό που βοηθάει λίγο την έλλειψη της μουσικής είναι το καλό voice-acting, με αρκετούς NPCs να χαρίζουν δυνατές ερμηνείες στις σημαντικές σκηνές και τη female Phyre να προσφέρει ένα κάπως καλύτερο voice-acting από το male counterpart της. Βέβαια, αν έπρεπε να επιλέξω μεταξύ των πιο κορυφαίων ερμηνειών θα έλεγα πως ο Fabien και η Lou Graham ξεχώρισαν με διαφορά από τους υπόλοιπους, προσφέροντας ερμηνείες που δείχνουν το βάθος και την εξέλιξη -όπου ήταν εφικτή αυτή- του χαρακτήρα τους.

KILL, KILL, KILL, FEED AND REPEAT!
Ενδιαφέρουσα ήταν η απόφαση των devs να επιλέξουν ως main character έναν Elder και όχι ένα Fletchling όπως στο προηγούμενο παιχνίδι. Και αυτό το λέω διότι σαν Elder το ελεγχόμενο vampire θα έχει ιδιαίτερες δυνάμεις και αρκετά ισχυρές, κάτι το οποίο θα έκανε το combat ανούσιο. Έλα μου ντε, όμως, που παρά τον αρκετά έξυπνο τρόπο κλειδώματος των δυνάμεων του Nomad μέσω της ιστορίας, οι μάχες οδηγήθηκαν στο αμφιλεγόμενο αποτέλεσμα που μόλις ανέφερα. Γίνανε άσκοπες.
Έχοντας το glide και το telekinesis, τα οποία είναι μοναδικά βασικά χαρακτηριστικά του, ο χαρακτήρας μας έχει τη δυνατότητα να επιλέξει ένα clan από τα 6 διαθέσιμα (Ventrue, Banu Haqim, Toreador, Tremere, Brujah, Lasombra) και έτσι να ξεκλειδώσει κι άλλα abilities. Αλλά μιας και ο/η Phyre είναι Elder από τα παλιά, μας δίνεται η δυνατότητα, χρησιμοποιώντας τις ειδικές μονάδες αίματος, να ξεκλειδώσουμε abilities και από τα άλλα clans κάνοντας τον χαρακτήρα μας ένα πραγματικό powerhouse, καταλήγοντας έτσι να γίνουν οι μάχες ξανά αδιάφορες. Κάτι το οποίο μου συνέβη μιας και σε κάποια φάση είχα φτάσει να έχω abilities τα οποία ήλεγχα μέχρι 6 εχθρούς ταυτόχρονα, τους οποίους τους έβαζα είτε να αλληλοσκοτώνονται είτε να αυτοκτονούν. Όλο αυτό με έκανε να νιώσω έκσταση τις πρώτες 10 φορές, αλλά την ενδέκατη ήταν απλά άλλη μια μέρα στη δουλειά.
Το μοναδικό πράγμα που δεν σταμάτησε να μου αρέσει, παρόλο που ήταν μόνο 3 ή 4 animations σε ποικιλία, ήταν τα finishers. Αχ αυτά τα finishers! Είναι αλλιώς να βλέπεις τους εχθρούς σου να πεθαίνουν από τα ίδια τους τα πυρά και αλλιώς να τους ξεριζώνεις ο ίδιος το κεφάλι. Το τελευταίο θα έλεγε κανείς πως δείχνει μεράκι. Να ξεκαθαρίσω, όμως, πως οι μόνες ενδιαφέρουσες μάχες ήταν τα boss battles, διότι κατά τα άλλα τα mini bosses ήταν μέτρια και τα botάκια, ακόμα και σε ποσότητες, ήταν αδιάφορα.

Σε παραπάνω παράγραφο σας αναφέρω πως το gameplay του Fabien είναι διαφορετικό από της Phyre και αυτό διότι αυτό του Fabien περιορίζεται από το γεγονός πως είναι όλα μνήμη και δεν διαδραματίζονται live. Αυτό μας δίνει τη δυνατότητα να εκτελούμε κάποια πράγματα χωρίς να φοβόμαστε μην “σπάσουμε” το Masquerade, όπως π.χ. το να πιούμε αίμα από κάποιον περαστικό με άλλους ανθρώπους δίπλα. Αλλά το πραγματικό κερασάκι στην τούρτα του gameplay του είναι πως κάνεις δουλειά detective. Δηλαδή προσπαθείς να συλλέξεις στοιχεία και να βρεις ποιος είναι ο δολοφόνος και πώς συνδέεται αυτός ο δολοφόνος με την υπόθεση της Phyre.
Βέβαια κατά την περισυλλογή των στοιχείων, μαζεύεις και πολύ lore, το οποίο είναι απολύτως χρήσιμο για να καταλάβεις πώς ακριβώς λειτουργεί η κοινωνία των vampires, αλλά και τα διάφορα μοτίβα και κίνητρα, τα οποία έχουν οι χαρακτήρες που συναντάς στον διάβα σου. Το μόνο κακό είναι ότι το παιχνίδι δεν σου δίνει τη δυνατότητα να αστοχήσεις στην έρευνα σου. Ό,τι και να πεις και ό,τι και να κάνεις στο τέλος της ημέρας, θα φτάσεις στον στόχο σου. Άλλη μία ιδιαιτερότητα είναι επίσης ότι δεν μπορούμε να αλλάξουμε την ενδυμασία του Fabien, όπως π.χ. μπορούμε να κάνουμε στον χαρακτήρα μας. Και όπως μπορεί να δει κανείς από την εικόνα ακριβώς παραπάνω, the drip is real, people!

Καλό το drip, αλλά το παιχνίδι προσπαθεί να προσφέρει κάτι για το οποίο έχει μόνο βάσεις αλλά δεν καταφέρνει χτίσει ποτέ πάνω τους. Η άκρως ενδιαφέρουσα ιστορία του θυμίζει ιστορίες βγαλμένες από μεσαιωνική αυλή από τα τόσα plot twists και είναι το μόνο παρήγορο σημείο της όλης υπόθεσης. Τα RPG στοιχεία είναι λίγα και όχι σωστά τοποθετημένα για να κάνουν το παιχνίδι να εξελιχθεί σε αυτό που θέλει. Ο κόσμος του ακραία άδειος από το οτιδήποτε, σε σημείο που όλα μοιάζουν φρούδα εντός του και χωρίς το παραμικρό ίχνος προσπάθειας στο world building. Το combat είναι διασκεδαστικό τις πρώτες ώρες που ανακαλύπτεις το τι μπορείς να κάνεις και πόσο καλά μπορείς να το κάνεις, με τα boss battles να αποτελούν το μοναδικό σημείο αναφοράς τους.