savethegame.gr

Mandragora: Whispers of the Witch Tree | Review

Το κυνήγι μαγισσών ξεκίνησε!

Το Mandragora: Whispers of the Witch Tree ήταν ένα από τα παιχνίδια που περίμενα με ανυπομονησία να πέσει στα χέρια μου, καθώς όταν είχε πρωτο-ανοίξει η καμπάνια του στο Kickstarter μας είχε υποσχεθεί πως θα ήταν ένα *metroidvania* που θα εντυπωσίαζε. Πέρασε ο καιρός, συνέβη η αναμενόμενη καθυστέρηση που συναντάμε σχεδόν πάντα στα χρηματοδοτούμενα από το κοινό projects και τελικά έφτασε στα χέρια μας. Ας δούμε, λοιπόν, τι φέρνει στο χειριστήριο και στις οθόνες μας το ουγγρικό indie game.

Αφού ξεκινήσουμε το παιχνίδι και διαλέξουμε την κλάση και την εμφάνιση του Inquisitor μας, παίζεται ένα εισαγωγικό cutscene για να μας εισάγει στον κόσμο του: Βρισκόμαστε στο Faeldumm, έναν τόπο εμπνευσμένο από γοτθικά μεσαιωνικά μοτίβα, στον οποίο κουμάντο κάνει η Εκκλησία και συγκεκριμένα ο King Priest, που κατέχει τη θεία και μαγική δύναμη. Ο λόγος του είναι νόμος και, όπως σε κάθε θεοκρατικό καθεστώς που (δεν) σέβεται τους πολίτες του, όποιος έχει αντίρρηση, πάει μπουντρούμι!

Ο King Priest έχει εξαπολύσει τους Inquisitors του για να βρουν ό,τι μάγισσα έχει απομείνει. Κι αφού τις φέρουν για ανάκριση, έρχεται και η εξολόθρευσή τους από τον ίδιο τον προκαθήμενο και τις δυνάμεις του. Στην παρούσα εκτέλεση, όμως, με όλο τον λαό του Faeldumm να παρακολουθεί, ο πρωταγωνιστής μας δεν μπορεί να αντέξει να μείνει άπραγος μπροστά στα βασανιστήρια του King Priest σε μια μάγισσα και έτσι τη σκοτώνει αμέσως για να μην υποφέρει. Τη στιγμή εκείνη απορροφά την οντότητα της Mandragora. Θυμωμένος, ο King Priest του θυμίζει ότι είναι απλά ένας στρατιώτης και ότι δεν πρέπει να παίρνει πρωτοβουλίες, στέλνοντάς τον να συνεχίσει το κυνήγι μαγισσών, αγνοώντας ότι το πνεύμα της Mandragora θα φέρει αλλαγές στα σχέδιά του.

ΠΑΙΖΟΝΤΑΣ ΒΛΕΠΟΝΤΑΣ ΜΙΑ ΥΠΕΡΟΧΗ ΠΙΝΑΚΟΘΗΚΗ

Η ιστορία του παιχνιδιού δεν πρωτοτυπεί ιδιαίτερα, ούτε λάμπει σε κάποιο σημείο. Είναι λίγο παραπάνω από serviceable. Αυτό που ξεχωρίζει περισσότερο είναι οι χαρακτήρες που συναντάμε στο μεγάλο ταξίδι του Mandragora: Whispers of the Witch Tree. Περίπου 40 ώρες μου πήρε για να δω το 100% του χάρτη και να δω τους τίτλους τέλους. Όπως είπα, οι χαρακτήρες που γνώρισα παίζοντας είχαν να προσφέρουν περισσότερα από την ίδια την ιστορία. Κάθε χαρακτήρας είχε το δικό του ημι-κινούμενο πορτρέτο, και το εικαστικό κομμάτι θύμιζε βόλτα σε πινακοθήκη μέσα σε κάποιο γοτθικό κτίριο στη Βουδαπέστη. Όταν προσθέσουμε και τα voiceovers, μιλάμε για σκέτη απόλαυση. Σε ολόκληρο το παιχνίδι δεν άφησα διάλογο που να μην ακούσω – κάθε, μα ΚΑΘΕ χαρακτήρας, σημαντικός ή μη, ήταν μουσική στα αυτιά μου. Μακάρι κάθε indie να μπορεί να παντρεύει έτσι αυτό που βλέπουμε με αυτό που ακούμε! Από την προφορά ως τον τόνο για να δώσουν έμφαση, οι φωνές ήταν εξαιρετικές. Kudos Primal Game Studio!

Αυτή η ποιότητα επεκτείνεται στο σύνολο της οπτικοακουστικής εμπειρίας του Mandragora: Whispers of the Witch Tree. Όλο το Faeldumm μοιάζει με πίνακα ζωγραφικής. Είτε είμαστε στα σκοτεινά μπουντρούμια του κάστρου Braer, είτε στις παγωμένες βουνοκορφές, η αισθητική είναι σταθερά ζωγραφική. Τα γραφικά δεν εντυπωσιάζουν με τη λεπτομέρεια, αλλά η συνολική εικόνα είναι θελκτική. Όσο για το μουσικό κομμάτι του παιχνιδιού, αρκεί να αναφέρουμε ένα όνομα: «Septicflesh» – ή μάλλον τον Χρήστο Αντωνίου που έγραψε το soundtrack. Από το αρχικό μενού μέχρι τις μάχες με τα bosses, τα ορχηστρικά, επικά μουσικά κομμάτια εμπλουτίζουν την ατμόσφαιρα και σου δίνουν εκείνο το κίνητρο να συνεχίσεις παρά τους πολλούς θανάτους.

ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙΣ ΝΑ ΠΑΣ ΛΑΘΟΣ ΜΕ METROIDVANIA!

Αυτό που θα ενδιαφέρει τον περισσότερο κόσμο, όμως, είναι το gameplay και γενικά αν το Mandragora: Whispers of the Witch Tree είναι διασκεδαστικό. Κατά κύριο λόγο είναι, όμως έχει και τρωτά σημεία που το κρατάνε μακριά από “αδελφάκια” του, όπως το Blasphemous. Αν σας αρέσει να πειραματίζεστε με μεγάλα skill trees και να χτίζετε ευέλικτους, πολυδιάστατους χαρακτήρες, τότε θα το απολαύσετε. Έχει 6 κλάσεις για να διαλέξετε και, όπως εννοείται, από ένα σημείο και μετά μπορείτε να κάνετε *mix and match* μεταξύ περισσότερων ή και όλων. Συγκεκριμένα:

– Vanguard: πολεμιστής με έμφαση σε δύναμη, ασπίδα και bleed effects

– Vindicator: light magic και healing bonus

– Wyldwarder: ηλεκτρική μαγεία και ικανότητα να “δένει” τους αντιπάλους

– Nightshade: assassin με δηλητήρια και critical damage (και προσωπική μου επιλογή)

– Spellbinder: chaos magic και debuffs

– Flameweaver: φωτιά και burn effects

Στο δικό μου run ξεκίνησα με Nightshade και στη συνέχεια το εμπλούτισα με skills από Flameweaver και Vanguard, φτιάχνοντας έναν γρήγορο δολοφόνο με φλογερά boosts όταν χρειαζόταν.

Στα της μάχης: το παιχνίδι είναι ένα κλασικό metroidvania, παίζει εκ του ασφαλούς, με αποτέλεσμα το αναμενόμενο. Σίγουρα έχετε ξαναπαίξει κάτι παρόμοιο. Ναι, έχει πολλά ωραία πράγματα να δοκιμάσετε, αλλά τίποτα πραγματικά φρέσκο – και αυτό δεν είναι απαραίτητα κακό. Θα μαζέψετε essence για να κάνετε level up, θα πεθαίνετε μέχρι να μάθετε τα μοτίβα των εχθρών, θα νευριάσετε, όπως σε όλα τα *soulslike* που σέβονται τον εαυτό τους. Διασκεδαστικό; Ναι. Καινούργιο; Όχι.

ΣΠΑΘΙΑ, ΣΤΙΛΕΤΑ, ΜΑΓΕΙΑ ΣΤΟΥ ΜΑΝΔΡΑΓΟΡΑ ΤΗΝ ΠΛΑΤΕΙΑ!

Ίσως η μόνη μικρή εξαίρεση είναι τα Entropic Rifts, όπου έχουμε την πίεση του χρόνου (ή αλλιώς της λάμπας μας) για να κάνουμε platforming και να τα ολοκληρώσουμε. Στις μάχες, αν φτιάξουμε ένα build που μας αρέσει, θα ευχαριστηθούμε να πλακώνουμε τους εχθρούς, που είναι και αρκετά ποικίλοι. Κάποιοι δανείζονται χαρακτηριστικά από άλλους, αλλά υπήρχε προσπάθεια και φαντασία. Αυτό που απογοήτευσε ήταν τα environmental puzzles, που περιορίστηκαν στο να βρεις κάποιο αντικείμενο για να συνεχίσεις. Μια μικρή σημείωση για το πόσο έτοιμο ήταν το παιχνίδι στο release: Στο PS5 είχε σταθερά 60FPS, χωρίς πρόβλημα στο performance, αλλά υπήρχαν κάποια bugs – κυρίως σε trophies αλλά και ένα σοβαρότερο στο τελικό boss. Είχα ξεκλειδώσει ένα skill που με έκανε revive, αλλά στη δεύτερη φάση της μάχης, αν πέθαινα και ενεργοποιούνταν η ικανότητα, με έστελνε σε άλλη οθόνη, κάνοντάς το unplayable.

Με αυτά και με αυτά, πέρασα 40 καλές ώρες με το Mandragora: Whispers of the Witch Tree. Ένα παιχνίδι που πήρε την έμπνευσή του από τα *souls* στο gameplay, αφήνοντας την αφήγηση σε πιο παραδοσιακές μεθόδους. Πήρε κομμάτια από τα καλύτερα στοιχεία των ειδών που αντλεί έμπνευση και έφερε ένα ικανοποιητικό – αν και συνηθισμένο – αποτέλεσμα. Εύχομαι στην Primal Game Studio να μεγαλώσει τον σπόρο του Mandragora στο επόμενο project της, όποιο κι αν είναι. Μακάρι για sequel!

7.8
Το Mandragora: Whispers of the Witch Tree είναι ένα soulslike metroidvania που παίζει εκ του ασφαλούς και με τον συνδυασμό του οπτικοακουστικού τομέα, των souls στοιχείων και των 6 κλάσεων θα ικανοποιήσει και με το παραπάνω τους fans του είδους.