Η έννοιες των remakes και των remasters με βρίσκουν σύμφωνο στο μεγαλύτερο ποσοστό τους. Για κάποιους είναι μία ευκαιρία να ξαναζήσουν παιχνίδια που έπαιζαν στο παρελθόν, ίσως και ως παιδία, ενώ για άλλους είναι μία πόρτα προς franchises που δεν μπορούν να πιστέψουν πως τόσο καιρό δεν ήξεραν. Ανάμεσα στα μεγαλειώδη αυτά νησιά, βρίσκεται και μία όχι τόσο «τουριστική βραχονησίδα», το reboot. Όντας σπανιότερο, το reboot μας φέρνει μια ξεχασμένη σειρά παιχνιδιών στο προσκήνιο, με σκοπό να ζήσουμε ένα καινούργιο προς όλους κομμάτι στην ιστορία, κρατώντας τα συστατικά που λάμπανε στην αρχή.
YOUR CLAN IS ALIVE ONCE MORE
Η Lizardcube πήρε την απόφαση να επαναφέρει ένα franchise που πολλοί έχουν αγαπήσει, και άλλοι τόσοι (δηλώνω παρών) δεν είχαν ακούσει ποτέ. Μία από τις πιο iconic σειρές της SEGA, το Shinobi, αναπνέει ξανά, επιστρέφοντας για χάρη της τωρινής γενιάς παιχνιδιών. Με το SHINOBI: Art of Vengeance ο στόχος ήταν απλός και εγκάρδιος: Στιλάτο combat, κορυφαία εικαστική αναπαραγωγή και ένα 2D stage-based action platformer περιβάλλον, που δεν χορταίνεις να απολαμβάνεις. Α και όλα αυτά… με αξέχαστη μουσική υπόκρουση.

Το ρόλο του πρωταγωνιστή ενσαρκώνει ο διάσημος Joe Musashi, πολυαγαπημένος πρωταγωνιστής από την αρχική μόλις κυκλοφορία του arcade Shinobi, το μακρινό 1987. Ο θρυλικός ninja δέχεται επίθεση από την κολοσσιαία στρατιωτική βιομηχανία ENE Corp, με αποτέλεσμα την καταστροφή του χωριού του και τον θάνατο των μαθητών του. Ο ίδιος, ξεκινάει ένα αιμοβόρο ταξίδι εκδίκησης, στη μνήμη όλων όσων χάθηκαν. Θεωρώ πως ο τίτλος του παιχνιδιού είναι διόλου τυχαίος, καθώς αποθανατίζει τα δύο πιο σημαντικά ιδανικά του: ART και VENGEANCE δεν παραμένουν λέξεις, αλλά μοτίβα που παρουσιάζονται ξανά και ξανά, εκπροσωπώντας τον μοναδικό χαρακτήρα του τίτλου.
Από το πρώτο frame του παιχνιδιού καταλαβαίνουμε πως η λέξη ART θα μας ακολουθάει σε όλη μας τη διαδρομή. Οι εικόνες παρουσιάζουν έναν γραφικό χαρακτήρα σχεδιασμένο στο χέρι, με τα πιο απαλά πινέλα. Η Lizardcube καταφέρνει να δώσει μια αισθητική με βάθος. Από τα πρώτα μέχρι και τα τελευταία βήματα του παίχτη, θαυμάζουμε μεγαλειώδη τοπία, που πράγματι, δεν μπορούσα να σταματήσω να κοιτάζω, κάθε φορά που πέρναγα μπροστά τους.
Το αίσθημα αυτό παραμένει επαναλαμβανόμενο με τη θετικότερη δυνατή έννοια. Το κάθε επίπεδο είναι χιλιόμετρα μακριά από το προηγούμενο από άποψη αισθητικής, καθώς στο ένα μπορεί να υπάρχουν ψηλά δέντρα και βουνοκορφές ή μια παρέλαση με πολλά κεριά, που δίνει έναν παραδοσιακό χαρακτήρα σε ένα παιχνίδι με ninjas. Από την άλλη, το παιχνίδι καταφέρνει να προσθέσει και σκληροπυρηνικά τοπία, όπως ένα λιμάνι γεμάτο τεράστια βαπόρια ή ένα λεπτομερές εργοστάσιο όπλων, που ο Joe πρέπει να διανύσει εξ ολοκλήρου.

Υπάρχουν στο σύνολο 14 περιοχές και καμία δεν μοιάζει με την προηγούμενη. Η κάθε πίστα έχει ξεχωριστή αισθητική και χαρακτήρα από την άλλη, με αποτέλεσμα να μην κουράστηκα ποτέ να εξερευνώ στις δύο διαστάσεις, καθώς ήταν μία φρέσκια ανάσα από την προηγούμενη. Ομολογώ πως έχω καιρό να τραβήξω τόσα πολλά screenshots σε ένα παιχνίδι, και αυτό ήταν το αποτέλεσμα ενός πλούσιου κόσμου. Ανεξάρτητα από το γεγονός πως ο σχεδιασμός είναι σε 2D περιβάλλον, είναι προσαρμοσμένο ώστε να εντείνει το βάθος του. Σε κάθε πίστα, συνδυάζεται το παραδοσιακό στοιχείο με τα τεράστια κομμάτια της ENE Corp. Τη μία στιγμή βρέθηκα να αποφεύγω ένα ελικόπτερο τους, καθώς ακροβατούσα σε τεράστιους δράκους μπαλόνια, καθώς μοντέρνο και παραδοσιακό γίνονται ένα, γεγονός που μου φάνηκε εκπληκτικό.
BEAUTIFUL, BUT DEADLY…
Η έννοια του ART στο παιχνίδι δεν περιορίζεται μόνο στα γραφικά. Το περιβάλλον, αν και εικαστικά άρτιο, δεν είναι το μόνο στοιχείο της καλλιτεχνικής του αρτιότητας. Όλα τα επιμέρους στοιχεία συνδέονται οργανικά μεταξύ τους. Αυτό φαίνεται και στην ίδια την αφήγηση, η οποία δεν ακολουθεί αυστηρά γραμμική πορεία. Σε κάθε τμήμα της ιστορίας μπορεί να υπάρχουν πολλαπλά επίπεδα που πρέπει να ολοκληρωθούν, χωρίς να απαιτείται συγκεκριμένη σειρά. Παράλληλα, ο παίκτης έχει τη δυνατότητα να εγκαταλείψει ένα επίπεδο και να επιστρέψει σε προηγούμενο ή να προχωρήσει σε επόμενο, ανά πάσα στιγμή.

Παραδέχομαι πως δεν έχω την μεγαλύτερη εμπειρία με τα platformers, όμως έχω παίξει must τίτλους, όπως το Celeste, Hollow Knight ή το Metroid Dread. Όλοι οι fans του είδους, και κυρίως της metroidvania υποκατηγορίας, σίγουρα έχουν δει πως σε κάποια σημεία ανάμεσα στα επίπεδα υπάρχουν περιοχές που δεν έχεις τα απαραίτητα εργαλεία ακόμα για να συνεχίσεις. Στο νέο SHINOBI η δυνατότητα να σταματήσεις ένα επίπεδο και να εξερευνήσεις όλα όσα δεν μπορούσες σε ένα προηγούμενο, έχοντας ξεκλειδώσει τα απαραίτητα εργαλεία ή κινήσεις, με βρήκε απόλυτα σύμφωνο.
Ο λόγος για αυτό πηγάζει αρχικά πως είναι προαιρετικό, και δεύτερον, πως η βελτίωση του χαρακτήρα σου είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την εξερεύνηση. Φυσικά, διαθέσιμο βρίσκεται το fast travel μεταξύ checkpoints στον χάρτη, το οποίο είναι αποτελεσματικό και γρήγορο στη χρήση.
RETURN OF THE LEGEND
Θεωρώ πως δεν μπορείς απλά να κατηγοριοποιήσεις το SHINOBI: Art of Vengeance σε μαζί με κάποιον άλλο από τους προκάτοχούς του, καθώς δέχεται εμφανείς επιρροές από όλα. Ωστόσο, οι πιο «προφανείς» είναι αυτές από το θρυλικό τίτλο Shinobi III: Return of the Ninja Master, όπου και όσοι το έχουν παίξει, θα νιώσουν ένα αίσθημα ζεστασιάς. Η στολή του Joe παραμένει ίδια, όμως με πολύ πιο όμορφα χρώματα, καθώς και πολλά levels φέρουν παρόμοια χαρακτηριστικά. Από τον αριθμό επιπέδων που ανέφερα πριν, κάποια παίρνουν τον ρόλο του chase level. Εδώ ο Joe προχωράει στην επόμενη ζώνη, μέσω ενός κινηματογραφικού κυνηγιού. Πάνω σε κάποιο ζώο ή όχημα, αντιμετωπίζοντας εχθρούς, και αποφεύγοντας εμπόδια.

Περιέργως, για κάποιον που δεν έχει παίξει τους προηγούμενους τίτλους, το αίσθημα παρέμενε κάτι οικείο. Η έννοια του arcade δεν έχει πεθάνει και αντιθέτως έχει αναστηθεί, σε έναν τίτλο που ο σεβασμός προς τις ρίζες είναι προτεραιότητα. Είμαι σίγουρος, όσοι έχετε παίξει τα προηγούμενα, δεν θα δείτε μόνο γνώριμα πρόσωπα, αλλά και συναισθήματα.
Χαρακτηριστικές για εμένα, υπήρξαν οι στιγμές που χρειαζόταν να ξεφύγω από έναν αντίπαλο, σε ένα μακρύ διάδρομο εμποδίων ή να κάνω ανάβαση σε βράχους που έπεφταν. Παίζοντας το παιχνίδι στο PS5, με έντονα και ενισχυμένα γραφικά, διατηρώντας τη «μορφή» των arcade παιχνιδιών, με χαροποίησε πλήρως.
Αυτό μας μεταφέρει στο επόμενο κομμάτι του τίτλου, το VENGEANCE. Σε αυτό το σημείο, συνδυάζονται όλα τα mechanics που έχει να προσφέρει, όπου αυτά πληθαίνουν. Το SHINOBI συνδυάζει εκρηκτικό combat, σε hack-and-slash μορφή, καθώς μέρος αυτού, και της εξερεύνησης, είναι το traversal. Το stealth δεν είναι μέρος του παιχνιδιού, κρατώντας έτσι την αυθεντική ταυτότητά του, όπου τα μεγάλα combo, τα shuriken και ο αφανισμός των εχθρών από την οθόνη λάμπουν.
FAST PACED STRUGGLE
Το κομμάτι που με ευχαρίστησε περισσότερο από όλα στο combat είναι πως μέχρι και το τέλος του παιχνιδιού, ο Joe συνεχίζει να εξελίσσεται. Σχεδόν σε κάθε επίπεδο ο παίχτης ξεκλειδώνει κάποιο εργαλείο ή κάποια επιπλέον upgrade, ορισμένες φορές απαραίτητο για την περιήγηση. Η κίνηση αυτή είναι αποτελεσματική, καθώς με την πρόοδο του παιχνιδιού οι εχθροί αλλά και τα levels δυσκολεύουν. Δυστυχώς για τους εχθρούς, το οπλοστάσιό μας γίνεται ένας εφιάλτης που δεν θα ξεχάσουν ποτέ. Εκτός από τις βασικές κινήσεις και τα combos, ο ρυθμός αλλά και το spawn των αντιπάλων δεν παλιώνει ποτέ. Υπάρχουν σημεία όπου οι εχθροί είναι πράγματι απαιτητικοί, όμως δεν βρέθηκα ποτέ να σκέφτομαι πως μία μάχη είναι άδικη.

Σε κάθε σημείο μάχης χαιρόμουν που ήρθε άλλη μια φορά που θα τεστάρω τις δεξιότητες μου. Οι κινήσεις του Joe έχουν τεράστια ποικιλία, αλλά στις ρίζες του βλέπουμε 6 επιλογές. Αυτές είναι τα basic και heavy attacks, που γίνονται και στον αέρα, ο μηχανισμός του dodge, που βοηθάει στην αποφυγή και στο parkour, όπου συνδυάζεται με τις επιθέσεις, το διάσημο shuriken, για δύσκολες καταστάσεις αλλά και θανατηφόρες επιθέσεις και άλλα τρία πολύ δυνατά moves, τα execution, ninpo και το ninjutsu.
Η αρμονία ανάμεσα στις κινήσεις και στα εφέ χαρίζει στο combat μια ξεχωριστή κινηματογραφική αίσθηση, παραπέμποντας σε ταινίες ninja μιας άλλης εποχής. Η στιγμή που σπας το stamina gauge και προχωράς σε execution είναι από τις πιο δυνατές στιγμές στο παιχνίδι. Το feedback και η ικανοποίηση είναι τόσο έντονα που καταλήγεις να κυνηγάς αυτή την αίσθηση σε κάθε μάχη.

Φυσικά αυτά δεν είναι τα μόνα που το παιχνίδι προσφέρει, καθώς ένας ninja δεν έχει μόνο ένα εργαλείο. Σε καμία περίπτωση το παιχνίδι δεν συγχωρεί όσους το αμφισβητήσουν. Ναι μεν οι εχθροί μπορούν να αφανιστούν από τον χάρτη, όμως τα λάθη θα φέρουν έναν εύκολο (και επαναλαμβανόμενο) θάνατο. Το κάθε επίπεδο, εκτός από αισθητικά, διαφέρει και στους αντιπάλους, δεδομένου ότι επενδύει στην αίσθηση της πίστας. Σε μία έρημο, βρίσκονται εχθροί που δεν θα δούμε σε ένα εργοστάσιο ρομπότ της ENE Corp.
Εδώ θέλω να συνδυάσω μία προηγούμενη μου πρόταση, σχετικά με την εξερεύνηση: Ένα ακόμα θετικό που υπάρχει είναι πως ενισχύει αρκετά τις μάχες. Όσο περισσότερο εξερευνούσα, τόσο μπορούσα να εκπαιδεύσω και τα skills μου, αλλά και να ξεκλειδώσω πιο δυνατές δυνάμεις.
EVEN DEAD, OBORO CLAN LIVES PROUD
«VENGEANCE is a dish best served cold», ένα ρητό που ο Joe αφήνει σαν τελευταία ανάμνηση στους αντιπάλους του. Το προαιρετικό περιεχόμενο του παιχνιδιού δεν λειτουργεί απλώς ως παράπλευρη δραστηριότητα, αλλά εντάσσεται οργανικά στην κεντρική ιστορία. Οι δοκιμασίες που προσφέρει είναι θεματικά συνδεδεμένες με την αφήγηση, ενώ η ολοκλήρωσή τους ανταμείβει τον παίκτη με νέες δυνάμεις και κινήσεις που διευκολύνουν την αντιμετώπιση επόμενων αντιπάλων.

Παρά το γεγονός ότι παραμένουν κρυμμένες στο χάρτη και δεν είναι υποχρεωτικές, η αποφυγή τους δεν δυσχεραίνει την πρόοδο στην κύρια πλοκή. Ως εκ τούτου, το side content επιτυγχάνει μια ισορροπία. Ενισχύει την εμπειρία και το νόημα της ιστορίας, βοηθά τον παίκτη μηχανικά, αλλά απαιτεί μόνο τόση εξερεύνηση όση δεν κουράζει ούτε αποσπά από το βασικό μονοπάτι της εκδίκησης. Σε αυτό βοήθεια παρέχει ο σχεδιασμός του χάρτη, που εμφανίζει όλες τις «κρυφές» περιοχές που δεν έχουμε εξερευνήσει.
Σαφής ένδειξη όσων προανέφερα, στο shop του παιχνιδιού. Οι κινήσεις και τα ninpo ξεκλειδώνονται μόνο με την συνεισφορά Oboro Relics. Όντας κρυμμένα στον χάρτη, μπορούν να εντοπιστούν με εξερεύνηση, σε διάσπαρτα chests. Ενώ αρκετές δυνατές κινήσεις ξεκλειδώνονται με την πάροδο των επιπέδων, το επιπλέον μίλι ανταμείβει τον παίχτη.

Για εμένα ξεχώρισε ένα είδος side content, αυτό όπου μάχεσαι με τους πιο δυνατούς εχθρούς, υπεύθυνους για τον θάνατο των μαθητών σου. Διάσπαρτα στο χάρτη υπάρχουν κόκκινα κρανία μέσα από τα οποία μπορείς να σκοτώσεις waves από ενισχυμένες βερσιόν εχθρών. Αυτά είναι αρκετά απαιτητικά, και με την ολοκλήρωσή τους ξεκλειδώνονται ισχυρές αναβαθμίσεις. Ο συνδυασμός της έντονης δυσκολίας με τον σκοπό ολοκλήρωσής τους είχε ως αποτέλεσμα να τα αναζητάω οργανικά, όσο εξερευνούσα, δίχως να πιέζουν τον παίχτη να τα κερδίσει.
Και πριν ξεχαστώ, εκείνοι που τολμούν να εξερευνήσουν, δεν θα έρθουν αντιμέτωποι μονάχα με τις δυνάμεις της φύσης, αλλά και με υπερφυσικά, ίσως θανατηφόρα φαινόμενα.
A MASTERFUL EXECUTION
Κατά τη διάρκεια όλης μου της εμπειρίας, ο συνδυασμός ART και VENGEANCE είχε ως αποτέλεσμα ένα παιχνίδι που ταξιδεύει τον παίκτη πίσω στην εποχή των arcades της δεκαετίας του ’80. Τα cutscenes σπανίζουν και ακολουθούν μια μορφή slides, χωρίς animation, αλλά εμπλουτισμένων με ζωγραφική. Οι διάλογοι έχουν μορφή πλαισίων που εμφανίζονται στην οθόνη και με τον Joe Musashi, να μην λέει τίποτα, αλλά να εννοεί τόσα πολλά.

Το παιχνίδι καταφέρνει να κερδίσει την προσοχή του παίκτη χωρίς να καταφεύγει σε ακριβά, χολιγουντιανά σκηνικά ή σε υπερβολικά εντυπωσιακά gameplay mechanics. Αντιθέτως, βασίζεται στη δύναμη της ατμόσφαιρας και της καθαρής δράσης, αποδεικνύοντας πως η απλότητα μπορεί να είναι εξίσου ελκυστική. Το κάθε boss προσφέρει μία αναμέτρηση, που το τιμά, παραχωρώντας τον σεβασμό που του αξίζει.
Η ιστορία με απασχόλησε κοντά στις 16 ώρες, με τα τελευταία επίπεδα να αποδεικνύονται τα πιο απαιτητικά, και θεωρώ τα ομορφότερα. Μεγάλο μέρος στην αισθητική του, λαμβάνει και η μουσική υπόκρουση. Ο ρυθμός ταιριάζει γάντι με τα γρήγορα combos και τις κινήσεις από πίστα σε πίστα, και ειδικά στα boss fights, η ηλεκτρική κιθάρα και οι γρήγοροι ρυθμοί, αποτυπώνουν το arcade αίσθημα, όπως ακριβώς τα αρχικά παιχνίδια της σειράς.

Το SHINOBI: Art of Vengeance, είναι για εμένα η έννοια ενός προσεγμένου «reboot». Παρόλα αυτά, καταφέρνει κάτι σημαντικό: δεν απευθύνεται μόνο στους προηγούμενους λάτρεις της σειράς. Όπως ανέφερα στην αρχή του κειμένου, δεν βλέπουμε συχνά reboot, και η απόφαση να δράσουν σε μία τέτοια σειρά απαιτεί την ύψιστη προσοχή. Η Lizardcube, καταφέρνει δύο πολύ σημαντικά πράγματα: Πρώτον, να ικανοποιήσει όλους τους υπάρχοντες fans της σειράς, και δεύτερον να εντάξει νέους fans, σαν εμένα, σε ένα διαχρονικό franchise.
Για αυτό τον λόγο, προτείνω σε όσους θέλουν μια εμπειρία γεμάτη hack-and-slash δράση, και εικαστικά που ρίχνουν το σαγόνι στο πάτωμα, να δοκιμάσουν το παιχνίδι χωρίς δεύτερη σκέψη. Τέλος, θέλω να κλείσω το κείμενο με μία ευχάριστη σκέψη: Γνωρίζουμε πως η SEGA δουλεύει ήδη σε περισσότερους τίτλους που θα επανέλθουν στις σύγχρονες οθόνες, και είμαι σίγουρος, πως εάν ακολουθήσουν το ίδιο μοτίβο, θα αποδεχθούν όσο αξιέπαινοι, όσο το SHINOBI: Art of Vengeance.
Ευχαριστούμε πολύ τη Zegetron για την παροχή του review copy!