Πάνε σχεδόν δέκα χρόνια από τότε που έπαιξα για πρώτη φορά το Journey. Ένα παιχνίδι που μου είχε προτείνει ένας φίλος και τότε συμμαθητής για λόγους που δεν θυμάμαι αυτή την στιγμή πέραν του ‘είναι ένα πάρα πολύ καλό παιχνίδι’. Μέσα σε αυτά τα χρόνια, όμως, το Journey έμεινε χαραγμένο στη μνήμη μου και όλα δείχνουν πως θα μείνει για πάντα έτσι, μιας και αποτελεί ένα τρανό παράδειγμα του γεγονότος ότι τα video games αποτελούν κάτι παραπάνω από ενασχόληση και διασκέδαση, αλλά τέχνη.
Δέκα χρόνια μετά, λοιπόν, δεν είχε τύχει να παίξω άλλο παιχνίδι του Matt Nava, Artist του Journey, συνιδρυτή και Game Director της Giant Squid, παρά το γεγονός ότι έχω στην κατοχή μου το Abzû, τον πρώτο τίτλο της Giant Squid. Ωστόσο, τα έφερε έτσι η τύχη και κλήθηκα να πάρω στα χέρια μου το Sword of the Sea, ένα αρκετά ιδιαίτερο παιχνίδι που, όπως και το Journey, μας υπενθυμίζει ότι όταν μιλάμε για video games, υπάρχει πάντα και η έννοια της τέχνης μέσα σε αυτά.

IT’S A SNOWBOARD? IT’S A SKATEBOARD? IT’S A HOVERBOARD?
Όπως και το Journey, το Abzû και το The Pathless, το Sword of the Sea είναι ένας πανέμορφος τίτλος. Δίχως να υπερβάλλω, το παιχνίδι με “ανάγκασε” να σταματήσω για screenshots τις περισσότερες φορές από οποιαδήποτε άλλο μέχρι σήμερα. Όχι άδικα προφανώς, μιας και είτε μέσω του photo mode είτε όχι, απλά δεν μπορούσα να αντισταθώ στην απαράμιλλη ομορφιά του κόσμου που έφτιαξε η Giant Squid. Από τους απέραντους κόκκους άμμου, τα μεγαλεπήβολα, αγνώστου προελεύσεως και εγκαταλελειμμένα κτίσματα, τις παγωμένες πεδιάδες και βουνά, μέχρι τα μαγευτικά θαλάσσια πλάσματα του, το Sword of the Sea είναι χάρμα οφθαλμών.
Χρωματικά, αυτό που ξεχωρίζει πρώτα είναι σίγουρα το πορτοκαλί της άμμου και οι παραλλαγές του, επιλογή που αποτελεί μία “επιστροφή” του Nava σε αυτή τη χρωματική παλέτα μετά το Journey. Ωστόσο, όσο βοηθάμε τον χαρακτήρα μας να πετύχει τον σκοπό του, η οθόνη γεμίζει όλων των ειδών τα χρώματα, ειδικά αυτά που μπορούμε να συναντήσουμε σε έναν θαλάσσιο υδροβιότοπο.
Πολύχρωμα μικρά και μεγάλα ψάρια φωτίζονται από το μπλε της θάλασσας που αναδύονται, ενώ τα μέχρι πρότινος κατεστραμμένα κτήρια γεμίζουν από πολύχρωμα κοράλλια και φύκια που συνδυάζονται αρμονικά με τη θαλάσσια πανίδα που συναντάμε. Έτσι, από το “μουντό” πορτοκαλί τοπίο σταδιακά περνάμε σε ένα καμβά από χρώματα, τα οποία ομοιάζουν εύκολα με εικόνες βγαλμένες από ντοκιμαντέρ του National Geographic.

Παρά την πολυπλοκότητα και ποικιλία των χρωμάτων του, όμως, το Sword of the Sea παραμένει ένα παιχνίδι με μία απλή και κατανοητή ιστορία. Ακολουθώντας τα χνάρια των “προγόνων” του, άμεσων και μη, το Sword δεν “σπαταλάει” χρόνο να μας εξηγήσει τι και πως και μας ρίχνει απευθείας στα βαθιά, δημιουργώντας μας ένα αίσθημα προσμονής για το τι υπάρχει εκεί έξω και τι πρόκειται να συναντήσουμε. Οι παίκτες παίζουν ως ένα Wraith, η φύση του οποίου σχετίζεται άμεσα με τη θάλασσα και που στόχος του είναι να επαναφέρει έναν αμμώδη και κατεστραμμένο κόσμο πίσω στην ζωή, χρησιμοποιώντας τη σανίδα-σπαθί του και μία γερή δόση μαγείας.
Όπως ανέφερε ο Nava σε συνέντευξη του στο Polygon, το Sword of the Sea βρίσκεται στο ίδιο σύμπαν με τα Abzû και The Pathless, με ποιον τρόπο όμως παραμένει ακόμα άγνωστο, πέραν της ξεκάθαρης ομοιότητας ορισμένων assets. Αυτό που όμως γίνεται εύκολα ξεκάθαρο είναι το μήνυμα της συνύπαρξης του “καλού” και του “κακού” στον φυσικό κόσμο. Μία συνύπαρξη που αποτελεί την κινητήριος δύναμη πίσω από τον κύκλο της ζωής, είναι αιώνια και γίνεται αισθητή ακόμα και στα πιο απλά πράγματα που συναντάμε στο παιχνίδι.
Διάλογοι και voice overs δεν υπάρχουν ούτε σε αυτό το παιχνίδι της Giant Squid, όμως σε αντίθεση με το The Pathless που υιοθετήθηκε η χρήση γραπτών μηνυμάτων για την παροχή πληροφοριών για τον κόσμο, εδώ την εξιστόρηση έχουν αναλάβει οι τοιχογραφίες μαζί με τα διάφορα ποιήματα που συναντάμε και που βοηθούν να αποκτήσουμε μία πιο ξεκάθαρη ματιά στο lore του παιχνιδιού. Προσωπικά και με την “μεροληψία” του ότι λάτρεψα την οπτική παρουσίαση της ιστορίας του Journey, μου άρεσε ιδιαίτερα αυτή η τακτική παρά το γεγονός ότι δεν με οδήγησε σε κάποια βαθυστόχαστη αποκάλυψη.
Πράγματι, αν και ενδιαφέρουσα, η ιστορία δεν είχε κάποιο “aha moment” ή κάποιο μη αναμενόμενο plot twist. Αντιθέτως αποτελεί μία οργανική και καλοδουλεμένη παρουσίαση ενός κόσμου διαφορετικού και συνάμα γνώριμου σε εμάς, που εξελίσσεται σε έναν γεμάτο “χάρτη” μέσω του -πιθανώς- πιο διασκεδαστικού gameplay μηχανισμού που έχει φτιάξει η Giant Squid μέχρι σήμερα.

NO IT’S A HOVERSWORD!
Βλέποντας τα trailers του Sword of the Sea, η δεύτερη εύκολη παρατήρηση που μπορεί να κάνουν οι θεατές μετά τον πανέμορφο κόσμο, είναι η σανίδα που έχει ο πρωταγωνιστής μας. Για μισό λεπτό όμως. Αυτό δεν είναι σανίδα. Είναι ένα σπαθί!; Κι όμως, το Wraith που ακολουθούμε έχει στην κατοχή του μία αρκετά ιδιαίτερη λεπίδα, ένα “Hoversword” για την ακρίβεια που λειτουργεί ταυτόχρονα ως σανίδα του σερφ, snowboard, skateboard και μαγικό σπαθί που μας βοηθάει να αναγεννήσουμε τις διάφορες περιοχές του κόσμου. Ο μηχανισμός αυτός αποτελεί, κατά την ταπεινή μου άποψη, τον καλύτερο μηχανισμό εξερεύνησης και κίνησης που έχει φτιάξει μέχρι στιγμής το στούντιο.
Παίζοντας το παιχνίδι στο PS5, αμέσως παρατήρησα τον εξαιρετικό χειρισμό του Hoversword λόγω της haptic feedback τεχνολογίας. Είτε ταξιδεύουμε πάνω από την άμμο, από παγωμένες κοιλάδες, λάβα, είτε πάνω από θαλάσσια κύματα, κάθε φορά η αίσθηση στα χέρια μας είναι διαφορετική και η τεχνολογία καταφέρνει να μεταφέρει πλήρως το αίσθημα του να “σερφάρεις” πάνω σε τέτοιες επιφάνειες.
Καμιά φορά ξεχνάω πως η “απτική ανάδραση” αποτελεί μία μικρή επανάσταση στο gaming γιατί πολλά στούντιο την αξιοποιούν απλώς για να μεταφέρουν την αίσθηση των δονήσεων που συμβαίνουν στο παιχνίδι. Ωστόσο, η Giant Squid την εφαρμόζει με γνώμονα τον σκοπό που δημιουργήθηκε και το αποτέλεσμα είναι εξαιρετικό και πάνω από όλα διασκεδαστικό.

Όπως επίσης διασκεδαστικές είναι και οι υπόλοιπες πτυχές του Hoversword. Αν και οι λάτρεις των skate παιχνιδιών θα το βρουν τελείως πανεύκολο και forgiving στο χειρισμό, το “ιπτάμενο σπαθί” που χρησιμοποιούμε σαν όχημα μεταφοράς λειτουργεί πραγματικά ως μία σανίδα του σερφ, ένα snowboard και ένα skate. Πολύ έξυπνα, η Giant Squid έχει “ποτίσει” το level design της και τα puzzles του κόσμου της με στοιχεία και από τα τρία sports, προσφέροντας μία ευχάριστη ποικιλία και δημιουργώντας ένα διασκεδαστικό κράμα συγχρονισμένων κινήσεων και χάρης.
Ένα κράμα που προσφέρει την αίσθηση μίας συνεχούς και άκοπης κίνησης, τον ενθουσιασμό των tricks και την πραγματοποίηση του μεγαλύτερου δυνατού score, αλλά και που θα μπορούσε να ήταν κάπως πιο απαιτητικό είτε στον χειρισμό του, είτε στα puzzles του, είτε στην υιοθέτηση των bosses, που σε αντίθεση με το The Pathless, εδώ είναι μόνο ένα.

Ωστόσο, δεν ήταν αυτός ο σκοπός πίσω από το παιχνίδι. Μπαίνοντας στον κόσμο του Sword of the Sea οι παίκτες συναντούν άμεσα τον πιο μεγάλο “χάρτη” που έχει φτιάξει η Giant Squid. Τουλάχιστον έτσι μου φάνηκε εμένα, καθώς πολύ γρήγορα διαπίστωσα πως σχεδόν ότι μπορώ να δω είναι εξερευνήσιμο. Πως να μην είναι άλλωστε όταν, σύμφωνα με τον Nava, η βασική πηγή έμπνευσης του Sword είναι η σύνδεση που υπάρχει μεταξύ των extreme sports και της δυνατότητας που μας δίνουν να γνωριστούμε και να ανακαλύψουμε τη φύση.
Πράγματι, μέσα από τη δυνατότητα πλήρους εξερεύνησης των levels, την συμπερίληψη κρυφών σημείων, το άμεσο traversal και τη χαμηλή δυσκολία του παιχνιδιού, οι παίκτες μπορούν πραγματικά να χαλαρώσουν και απολαύσουν τον κόσμο του Sword of the Sea. Αν και η ιστορία μπορεί να ολοκληρωθεί μέσα σε τρεις μόλις ώρες, ο τίτλος όχι μόνο δίνει gameplay πατήματα για να επιστρέψουμε σε αυτόν, αλλά μπορεί άνετα να αποτελέσει και μία μικρή “εξόρμηση” στη φύση ή έστω μία έμμεση παρακίνηση να βγούμε πραγματικά έξω και να γνωρίσουμε τον κόσμο γύρω μας.

IDEAS ARE LIKE FISH
Μιας και μιλάμε για έμπνευση, βρίσκω αρκετά ενδιαφέρον τον τρόπο με τον οποίο έρχονται στη ζωή διάφορα έργα τέχνης. Πως εμπνέονται οι άνθρωποι των τεχνών; Πως μέσα από φαινομενικά απλά και απλοϊκά πράγματα και γεγονότα, ή μέσα από μη σχετικές με το αντικείμενο πληροφορίες, μπορεί κανείς να εμπνευστεί και να δημιουργήσει κάτι από το μηδέν; Αυτές είναι ερωτήσεις που “ταλαιπωρούν” εδώ και πολλά χρόνια, πολλούς ανθρώπους που ασχολούνται με την τέχνη και που σίγουρα είναι πιο έξυπνοι από μένα. Η απάντηση που μπορώ εγώ να δώσω, είναι πως οι άνθρωποι που έχουν την ικανότητα να δημιουργούν θαυμαστά έργα, έχουν πρωτίστως την ικανότητα να κάνουν “δημιουργικά άλματα” στο μυαλό τους που τους επιτρέπουν να “ψαρεύουν” τις ιδέες που έχουν ήδη κάπου κρυμμένες μέσα τους και να τις φέρνουν στην επιφάνεια, δηλαδή στον πραγματικό κόσμο. Ακόμα κι όταν πρόκειται για κάτι απλό.

Στην περίπτωση του Sword of the Sea, η πληροφορία που έμαθα και μου κίνησε εκ νέου το ενδιαφέρον αφορά το soundtrack του, τη δημιουργία του οποίου υπογράφει ο ταλαντούχος Austin Wintory. Ειδικότερα, ψάχνοντας μερικά στοιχεία για το Sword, “σκόνταψα” στο πως ο Wintory συνδύασε ηλεκτρονικούς soundscape ήχους με τα φωνητικά χορωδιών και με χαρά διαπίστωσα πως ακόμα και στα πιο τυχαία πράγματα μπορούμε να βρούμε την αφορμή για κάτι σπουδαίο.
Τι ήταν αυτό που διάβασα; Το γεγονός ότι η ιδέα της συμπερίληψης των φωνητικών που προσδίδουν μία βαθυστόχαστη ομορφιά στο soundtrack, προέρχεται από ένα αστείο που έκανε ο Nava στον Wintory και αφορούσε μία ατάκα του Werner Herzog σε ένα podcast. Ποια ήταν αυτή η ατάκα; Ο γνωστός Γερμανός σκηνοθέτης ταινιών και ντοκιμαντέρ είχε δηλώσει πως θα χρησιμοποιούσε ψαλμούς ορθόδοξων μοναχών ως background ήχο αν ποτέ έφτιαχνε ντοκιμαντέρ για το skating. Ψαλμοί ορθόδοξων μοναχών και skateboards…

Αν και μέχρι στιγμής ο Herzog δεν έχει φτιάξει κάποιο ντοκιμαντέρ με αυτή τη θεματολογία, αξίζει σίγουρα να στοχαστούμε αρχικά πως συνδυάζει κανείς αυτά τα δύο και στη συνέχεια πως μία τέτοια δήλωση μπορεί να οδηγήσει στη δημιουργία ενός φανταστικού soundtrack. Προφανώς, η κοινή κλωστή είναι το skating που όπως ανέφερα προηγουμένως αποτελεί μία πηγή έμπνευσης του παιχνιδιού, ωστόσο είναι αρκετά ενδιαφέρον το πως μέσα από δύο ασύνδετα πράγματα, δύο πράγματα τόσο απλά και σχεδόν καθημερινά για πολύ κόσμο, μπορεί να ανακύψει κάτι τόσο όμορφο.
Κάπως έτσι μπορώ να σκεφτώ ότι πρέπει να κρίνουμε παιχνίδια σαν το Sword of the Sea. Όχι για το αν κατάφεραν να φέρουν κάτι τελείως πρωτότυπο στην επιφάνεια, κάτι που αν γίνει είναι σίγουρα καλοδεχούμενο, αλλά για το αν πέτυχαν να δημιουργήσουν κάτι πανέμορφο μέσα από κάτι απλό. Αν κατάφεραν να “πιάσουν το ψάρι” χρησιμοποιώντας ένα απλό ξύλο σαν καλάμι.
Αν και γυρνάει σε γνώριμα μονοπάτια, η Giant Squid μεγαλουργεί για ακόμη μία φορά με το Sword of the Sea, δίνοντας μας ένα εξαιρετικό gameplay που περιβάλλεται από έναν πανέμορφο και γεμάτο ιστορίες κόσμο.