ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ

Ελλάδα info@savethegame.gr

Crime Boss: Rockay City | Review

Το ανέκδοτο με τον Chuck Norris, τώρα στις οθόνες σας.

Έχετε φανταστεί πως θα ήταν ένα video game εμπνευσμένο από τη δεκαετία του 1990 ; Ένα παιχνίδι, που θα διαδραματιζόταν σε ένα διαφορετικό Μαϊάμι, θα ακολουθούσε τα χνάρια του εξαιρετικού Heat και που θα είχε στο καστ του ένα σκασμό από πάλαι ποτέ αστέρες του Hollywood ; Και το σημαντικότερο, ένα παιχνίδι που θα έφερνε για πρώτη φορά στην οθόνη, τον cult ήρωα της καρδιάς μας Chuck Norris ; Ε λοιπόν η Ingame Studio το φαντάστηκε, το ανέπτυξε και το ονόμασε Crime Boss: Rockay City. Όμως, όπως λέει και το λαϊκό άσμα… φαντασία μου πλανεύτρα είσαι η πιο μεγάλη ψεύτρα… Γιατί ; Stick around to find out on today’s review.

Ο MICHAEL MADSEN ΚΑΙ ΟΙ 40 ΚΛΕΦΤΕΣ ΤΟΥ

Από που να ξεκινήσει κανείς με το Crime Boss: Rockay City. Ένα παιχνίδι που ανακοινώθηκε τον περασμένο Δεκέμβριο και τράβηξε ολίγον τι τα βλέμματα, μιας και αποφάσισε να ανοίξει το χρονοντούλαπο της κινηματογραφικής ιστορίας και να κάνει ένα από τα μεγαλύτερα ensemble αστέρων στην ιστορία του gaming. Michael Madsen, Kim Bassinger, Danny Trejo, Danny Glover, Vanilla Ice, Michael Rooker και φυσικά, ο ανεπανάληπτος Chuck Norris κοσμούν το εξώφυλλο του Crime Boss και υπόσχονται να σας προσφέρουν μία εμπειρία γεμάτη δράση και 90’s vibes. Παρ’ όλα αυτά, παίζοντας το παιχνίδι μετά λύπης μου διαπίστωσα πως το συγκεκριμένο cast είναι όντως διακοσμητικό και τα vibes που παίρνουμε τείνουν περισσότερο προς την cringe μεριά παρά προς τη δεκαετία του 1990. Η ιστορία κλισέ και ουσιαστικά ανύπαρκτη, με τον Madsen πρωταγωνιστή να προσπαθεί να γίνει ο εγκληματίας χαλίφης στη θέση του χαλίφη τώρα που αυτός μας άφησε χρόνους, έχοντας ως συνεργάτες μία Kim Bassinger που θα ήθελε πολύ να είναι η Kim Bassinger, έναν Michael Booker που μπορεί να μιλάει το slung αλλά σίγουρα δεν είναι με εμάς και έναν Damion Poitier που τίμια απεικονίζει το mastermind όλης της επιχείρησης. Σε συνδυασμό με μία ξύλινη απεικόνιση των χαρακτήρων, με διαλόγους καρτουνίστικους στην καλύτερη και στη χειρότερη εκτός τόπου και χρόνου και με ένα acting performance που συχνά πυκνά δεν πιάνει ούτε το bare minimum, έχουμε στα χέρια μας μία ιστορία και πλοκή που όχι μόνο δεν μας μεταφέρουν νοσταλγικά πίσω στο χρόνο, αλλά μας κάνουν να θέλουμε να ξεχάσουμε και την εποχή που βρισκόμαστε τώρα.

Είναι πράγματι λυπηρό το γεγονός πως όλοι αυτοί οι πρώην A-listers και B-movie αστέρες που αγαπήσαμε, φαίνεται πως κλήθηκαν από την εταιρεία μόνο και μόνο για να κοσμήσουν το εξώφυλλο του παιχνιδιού, καθώς πέρα από την προαναφερθείσα τετράδα, όλοι οι υπόλοιποι εμφανίζονται σπάνια στο main campaign. Σκεφτείτε ότι τους Danny Trejo και Vanilla Ice μόνο στα πρώτα cutscenes τους άκουσα να μιλάνε και έκτοτε εξαφανίστηκαν. Εξαίρεση αποτελεί ο σερίφης -προφανώς- Chuck Norris, ο οποίος εμφανίζεται σε αρκετές στιγμές να συζητάει με τον Υπαστυνόμο του τις εξελίξεις των ερευνών εναντίων μας, ενώ παράλληλα κάνει κόλπα με δύο περίστροφα. Όπως εύκολα αντιλαμβάνεστε από αυτή την πρόταση, σίγουρα το παιχνίδι δεν έχει σκοπό να παρουσιάσει ένα σοβαρό πρόσωπο, στοιχείο που κάλλιστα θα μπορούσε να οδηγήσει σε μία εμπειρία που είναι τόσο κακή που γίνεται καλή, αλλά δυστυχώς δεν κατάφερε να κάνει σωστά ούτε αυτό, διότι εκτός από μία αδιάφορη ιστορία και χαρακτήρες, έχει κι ένα αρκετά προβληματικό gameplay.

IT’S ALL ABOUT THE MONEY, MONEY, MONEY

Από τα πρώτα gameplay πλάνα που κυκλοφόρησαν, αλλά και από τα λεγόμενα της ομάδας παραγωγής, το Crime Boss: Rockay City φαινόταν αρκετά επηρεασμένο από το franchise του Payday, θέλοντας φυσικά να πατήσει πάνω στις ιδέες του και να τις εμπλουτίσουν. Πράγματι, οι παίκτες καλούνται να υπερασπιστούν τα εδάφη τους και να κατακτήσουν νέα με τον προσωπικό τους στρατό και, όπως και στα Payday, να πραγματοποιήσουν μία σειρά από ληστείες και άλλες παράνομες δραστηριότητες με απώτερο στόχο έχουν να κάνουν τον Travis Baker (τον χαρακτήρα του Michael Madsen) τον νούμερα ένα μαφιόζο της Rockay City. Σε αυτές τις αποστολές, οι παίκτες αξιοποιούν μία ομάδα μισθοφόρων, οι οποίοι φέρνουν τα δικά τους θετικά και αρνητικά skills στο τραπέζι δημιουργώντας μία τετραμελή ομάδα που είτε τη χειρίζονται οι παίκτες με το A.I. παρέα, είτε με τη βοήθεια φίλων τους. Όμως, αν και στα χαρτιά ακούγεται κάτι απλό στην υλοποίηση και δοκιμασμένο προ πολλού, δυστυχώς η πραγματικότητα απέχει αρκετά και το Crime Boss αποτυγχάνει στο να αποκτήσει μία σαφής ταυτότητα καθ’ όλα τη διάρκεια του.

Το παιχνίδι δομείται γύρω από την ιδέα του roguelike, διαθέτοντας μία σταδιακή αύξηση της δυσκολίας, το μόνιμο θάνατο των μελών της ομάδας μας -συμπεριλαμβανομένου και του Baker, ο θάνατος του οποίου σημάνει το τέλος του run μας- και εναλλασσόμενα levels για τις αποστολές, κάτι που θα έδινε βάρος στις αποφάσεις των παικτών, αν δεν υπήρχε η σπασμένα ακριβή και less rewarding οικονομία του να δυσκολεύει αδίκως τα πράγματα. Θα θέσω ένα παράδειγμα για να γίνω πιο κατανοητός. Σε ένα σχετικά αρχικό σημείο του παιχνιδιού, καλούμαστε να πάρουμε την απόφαση για το αν θα κλέψουμε κάτι πολύτιμα αγαλματίδια με την υπόσχεση ότι είναι ανεκτίμητα στον σωστό κάτοχο. Στην περίπτωση που οι παίκτες δεχτούν, αυτό γίνεται εν αγνοία του πόσο θα κοστίσει το όλο εγχείρημα μιας και κανείς δεν αναφέρει νούμερα πουθενά μέχρι να είναι πολύ αργά. Το μόνο που ξέρουμε είναι ότι σε πρώτη φάση θα πρέπει να δώσουμε 130.000 δολάρια για να μάθουμε που βρίσκονται αυτά τα αγαλματίδια. Το ποσό αυτό είναι αστεία παράλογο σε αυτό το σημείο του run ακόμα κι αν οι παίκτες έχουν κάνει τη καλύτερη δυνατή διαχείριση του budget τους.

Έτσι, το υποτυπώδες main campaign μπαίνει στον πάγο μέχρι να βρούμε τα απαραίτητα κεφάλαια για να επενδύσουμε. Αν αναρωτιέστε πως θα τα βρούμε αυτά, το παιχνίδι σας λέει μέσα από τις αποστολές, την υπεράσπιση και την κατάκτηση νέων εδαφών. Όμως, αυτό που δεν σας λέει είναι ότι θα πρέπει να ζήσετε ξανά και ξανά την ημέρα της Μαρμότας, μιας και θα κληθείτε να υπερασπιστείτε επανειλημμένα τις ίδιες περιοχές ενάντια σε αντίπαλες συμμορίες που δεν φαίνεται να ξεμένουν από πόρους -σε αντίθεση με εσάς- και να πραγματοποιήσετε αποστολές ξανά και ξανά στις ίδιες περιοχές, με μικρές διαφοροποιήσεις στα levels που δεν μειώνουν ιδιαίτερα το βαθμό προβλεψημότητας.  Επιπλέον έχετε να διαχειριστείτε ένα A.I. σύστημα που στην καλύτερη είναι απλά χαζό και στη χειρότερη άδικο. Θα παραθέσω πάλι δύο παραδείγματα. Στην προσπάθεια μου να ληστέψω μία τράπεζα, την οποία ήδη είχα αδειάσει με σχεδόν ίδιο τρόπο δύο ημέρες νωρίτερα, έπιασα αιχμαλώτους τρεις υπαλλήλους σε ανοιχτό χώρο και με το φύλακα να στέκεται ακριβώς στο από πάνω περβάζι και να κοιτάει χωρίς να κάνει τίποτα το ιδιαίτερο. Όπως αντιλαμβάνεστε το stealth λειτουργεί στην εντέλεια. Παράδειγμα νούμερο δύο: Οι αστυνομικοί που καλούνται μόλις γίνουν γνωστές οι προθέσεις των παικτών, εκτός του ότι είναι και αυτοί αστείρευτοι και ήδη από το δεύτερο «αστέρι» φωνάζουν τα SWAT, είναι παράλληλα οι πρώτοι που θα βρεθούν μπροστά στη γραμμή πυρός, αψηφώντας οποιαδήποτε ένστικτο για επιβίωση, αλλά και αυτοί που θα μπορούσαν να ανακηρυχθούν νικητές σε διαγωνισμό σκοποβολής. Με το που ξεμυτήσει ο παίκτης από την κάλυψη του τον έχουν πετύχει, ενώ οι ίδιοι δεν έχουν καμία αίσθηση του χώρου για τα πρώτα 20 δευτερόλεπτα από την άφιξη τους. Όσον αφορά τα μέλη της ομάδας σας, είναι καλό που έχουν τα προτερήματα και μειονεκτήματα τους, καθώς ωθούν τους παίκτες να δημιουργήσουν τακτικές και συνδυασμούς, όμως δεν παίρνουν καμία πρωτοβουλία ούτε φέρονται με τον πιο ευφυή τρόπο σε δύσκολες καταστάσεις, αναγκάζοντας τους παίκτες να πηγαινοέρχονται μεταξύ χαρακτήρων για να βγάλουν από τη δύσκολη κατάσταση όσους το έχουν ανάγκη.

Ένα τελευταίο παράδειγμα που δείχνει ότι το παιχνίδι πυροβολεί τα πόδια του είναι ο χειρισμός των δευτερευόντων χαρακτήρων του. Καθ’ όλη τη διάρκεια του run, οι παίκτες θα συναντήσουν διάφορους χαρακτήρες, οι οποίοι αν ολοκληρωθεί με επιτυχία η ιστορία τους, μπορούν να ενταχθούν στο roster μας και να το εμπλουτίσουν σημαντικά. Σαν ιδέα, ακούγεται ενδιαφέρουσα, καθώς προσφέρει έξτρα ιστορίες και levels για τους παίκτες, ενώ τους δίνει ένα καλό reward αν θέλουν να αφιερώσουν χρόνο, μιας και αυτοί οι χαρακτήρες ανήκουν στην elite κατηγορία, κουβαλώντας ένα καλό εξοπλισμό και perks. Όμως, πέρα από το ότι για να ενταχθούν στην ομάδα μας κοστίζουν, το delivery των ιστοριών τους δεν ικανοποιεί και ιδιαίτερα, διότι σχεδόν πάντοτε δεν ξέρουμε γιατί κάνουμε ότι κάνουμε, η κλίμακα δυσκολίας δεν είναι ποτέ ενδεικτική της πραγματικότητας της εκάστοτε αποστολής, στοιχείο που υπάρχει και στο campaign, ενώ τα cutscenes είναι μηδαμινά, με το μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας να βρίσκεται πίσω από διαλόγους και ήχους που κρύβονται πίσω από ένα μαύρο loading screen.

ΓΟΥΑΚΑ ΜΑΚΑ ΦΟΟΥΝ WAS THAT?

Γενικά, δεν μου αρέσει να κακολογώ τις δουλειές των άλλων και ειδικά όταν δεν είμαι ειδικός σε αυτές. Η ανάπτυξη παιχνιδιών είναι ένα δύσκολο επάγγελμα και κάθε φορά που έχουμε μία νέα κυκλοφορία αποτελεί ένα μικρό θαύμα επί Γης. Όμως, κρίνοντας απλά σαν θεατής και πάνω από όλα σαν παίκτης, ομολογώ ότι το Crime Boss: Rockay City δεν θα περνούσε ούτε σαν μία καλή b-movie. Δυστυχώς, οι Τσέχοι στην πρώτη τους προσπάθεια στη gaming βιομηχανία, στόχευσαν περισσότερο στο «φαίνεσθαι» και όχι στο «είναι», παραδίδοντας μας ένα ρηχό και επαναλαμβανόμενο παιχνίδι που γρήγορα γίνεται βαρετό, αρκετά συχνά εκνευριστικό και σίγουρα δεν σώζεται από τους πάλαι ποτέ αστέρες του Hollywood, οι οποίοι στην τελική απλώς ήρθαν για να εισπράξουν την επιταγή τους.

Ευχαριστούμε πολύ την AVE Tech για την παροχή του review copy!

Ένα επαναλαμβανόμενο, προβληματικό και συχνά εκνευριστικό gameplay, μία στυλιστικά μουντή πόλη με αδιάφορους χαρακτήρες και ιστορία, αποτελούν τον πυρήνα του Crime Boss: Rockay City, που μπορεί στα χαρτιά να ακούγεται διασκεδαστικό, όμως σε καμία περίπτωση δεν καταφέρνει να ανταπεξέλθει στους στόχους που το ίδιο θέτει.

5
Πάνος Τσαμπούκος's Avatar

Πάνος Τσαμπούκος

Λάτρης ταινιών και σειρών, αλλά οι γονείς μου ακόμη έχουν να λένε πως όταν έπιανα τηλεχειριστήριο στα χέρια μου μικρός, το δωμάτιο δε με χωρούσε. That's life, I guess...