ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ

Ελλάδα info@savethegame.gr

Ghostwire: Tokyo | Review

Κυριευμένο από... ιδέες.

Τρελαίνομαι όταν οι Ιάπωνες developers ξετυλίγουν άφοβα όλη αυτή την ιδιαιτερότητα της γραφής που χαρακτηρίζει τον λαό τους, κυρίως επειδή δεν γνωρίζουν όρια και περιορισμούς. Αυτό είδα αρχικά και μου κίνησε το ενδιαφέρον για γνωριμία με το Ghostwire: Tokyo, ένα video game που όλο και με απορροφούσε στη γραμμή αναμονής του με τις παρουσιάσεις του, αλλά συγχρόνως με απομάκρυνε με τα μαντάτα του development. Δεν μπορώ να ξεχάσω πως ο Shinji Mikami κράτησε σχετική απόσταση ως producer και όχι director, όπως και το ότι η Ikumi Nakamura την έκανε με… ελαφρά πηδηματάκια στα μισά της ανάπτυξης. Όλως τυχαίως, το τελικό προϊόν καθρεφτίζει τις αναταραχές της δημιουργίας του, αφού όσο ατμοσφαιρικό και ενδιαφέρον και αν είναι στον πυρήνα του, τα περισσότερα κομμάτια του δεν ακουμπάνε κάποιο σημείο ποιοτικής ολοκλήρωσης.

Αυτό που απέτυχε να με απογοητεύσει, και πιθανότατα θα δικαιώσει κάθε αγοραστή του, είναι η κεντρική του ιδέα. Η πολυσυζητημένη ιαπωνική διαστροφή φαίνεται σε κάθε πτυχή του concept του Ghostwire: Tokyo, εφόσον έχουμε ένα setting που φιλοξενεί υπερφυσικές οντότητες, σωματικό και ψυχολογικό σκότος και ένα αφιλόξενο περιβάλλον με γιγαντιαίες neon πινακίδες, οι οποίες αναβοσβήνουν κυριολεκτικά και μεταφορικά. Δεν αργούμε να χαθούμε στην άδεια και ομιχλώδη Shibuya του Tokyo, μία πόλη προσβεβλημένη από μία supernatural καταστροφή. Μέσα από τα μάτια του Akito, αναζητούμε πρωτίστως εξηγήσεις και αφετέρου βοήθεια στη διάσωση της αδερφής του και ο μόνοι σύμμαχοί του σε αυτό είναι ένα  επιθετικό πνεύμα και οι πολιούχοι της Ιαπωνίας, ολογράφως “γάτες”.

YŌKAI EVERYWHERU

Στην όψη των αποκεφαλισμένων visitors, ενός πανούργου yōkai με Hannya mask, αλλά και των ανεξήγητων φυσικών φαινομένων που έχουν σκεπάσει, λοιπόν, τη Shibuya, ο δύσμοιρος Akito δεν έχει άλλη επιλογή παρά να συνεργαστεί με την ανυπόστατη ύπαρξη που τον έχει κυριεύσει, σε αντάλλαγμα ισχυρών elemental δυνάμεων. Στη δυναμική αυτών των δύο χαρακτήρων (Akito και KK) εντόπισα προσωπικά την μεγαλύτερη αξία συναισθηματικής επένδυσης, εφόσον βλέπουμε μία οργανική πρόοδο ανάπτυξης της σχέσης τους, από παράσιτο και ξενιστή, στην πιο άυλη φιλία των τελευταίων gaming χρόνων. Μέχρι να φτάσουμε εκεί όμως, είχα προλάβει να φρικάρω ευχάριστα με την ενδοεγκεφαλική τους επικοινωνία, εφόσον ο KK μας μιλούσε μέσα από το DualSense. Αυτή η σχεδιαστική επιλογή ενισχύει την όλη εμπειρία και σπάει τον 4ο τοίχο, επιτρέποντας στο -αργότερα- φιλικό πνεύμα να μιλά απευθείας στη δική μας συνείδηση, στο δωμάτιό μας, αποκτώντας ολοένα και περισσότερα immersion points.

Η πλοκή του παιχνιδιού είναι σαφέστατα κατεχόμενη από το δημιουργικό μυαλό του Shinji Mikami, που αν και δεν ανέλαβε ηγηθεί του project, φαίνεται πως δεν άντεξε να μην δώσει πνοή στις διεστραμμένες φαντασιώσεις του. Το Ghostwire: Tokyo ασχολείται με ιδιαίτερα θέματα και πιάνει υψηλά νοήματα, όπως η ωμή αντιμετώπιση του ανθρώπινου σώματος ως απλό μεταφορικό μέσο μίας ψυχής. Υπάρχουν αρκετές στιγμές που όλη αυτή η υπερβολή στέκεται με το μέρος του, αλλά κατά διαστήματα το πιάνει ένας σεναριακός λόξιγκας από κενά και τραγελαφικά σκηνικά. Η κεντρική ιστορία δεν είναι μεγάλη και στον χρόνο που της δίνεται για να εξηγήσει τον εαυτό της δεν προλαβαίνει να αναπτύξει ομαλά όλα τα στοιχεία της.

Όπως μας είχαν δείξει με το The Evil Within, στην Tango Gameworks δεν φοβούνται να ρισκάρουν σε τέτοιους τομείς. Αντιθέτως, τους δίνεις ένα εκατοστό περιθώριο και αυτοί προχωράνε ένα χιλιόμετρο, ρητό που συναντάται στο σενάριο του παιχνιδιού, την καλλιτεχνία του και φυσικά στο combat system. Ήμουνα sold από την πρώτη στιγμή όσον αφορά στο μαχητικό gameplay που χάζευα στα State of Plays και τα αυτόνομα shows του παιχνιδιού. Και προς υπεράσπιση των developers και της διαφημιστικής τους καμπάνιας, το σύστημα μάχης είναι ακριβώς αυτό που απολαύσαμε στα προ-κυκλοφορίας δρώμενα. Γρήγορο, εκρηκτικό, καταστροφικό ως προς τα particles της οθόνης και τους απρόσωπους επισκέπτες της άλλης διάστασης. Έψαχνα καιρό τώρα μία ευκαιρία να νιώσω Avatar και το Ghostwire μου χάρισε τη διασκέδαση που εμπεριέχει η εναλλαγή ανάμεσα στις δυνάμεις αέρα, νερού και φωτιάς.

Δεν μπορώ επομένως να κατηγορήσω την Tango Gameworks πως η πολεμική μαγεία είναι διαφορετική από αυτή που μας έταξε, αλλά δυστυχώς… δεν είναι και τίποτα παραπάνω από αυτό. Κατόπιν εκμάθησης των τριών weavings ή της απόκτησης των talismans και του τόξου, το παιχνίδι μας βάζει σε μία ακλόνητη ρουτίνα επανάληψης των ίδιων ακριβώς μηχανισμών, εγκλωβίζοντάς μας σε έναν μονόδρομο δίχως ουσιαστικές προοπτικές εμβάθυνσης σε αυτούς. Τα skill trees υπάρχουν για να υπάρχουν, αδυνατώντας να μεταμορφώσουν τις υπερφυσικές μας τεχνικές μέχρι να δούμε τα credits. Ενώ δηλαδή η μάχη είναι τόσο ενθουσιαστική στο φαίνεσθαι, οι over the top υπερδυνάμεις δεν φτάνουν ποτέ over the moon και έτσι το παιχνίδι αρνείται να μας αποζημιώσει για το χρόνο μας ή την εξαργύρωση των skill points μας. Όσο πιο γρήγορο fire rate και αν διεκδικήσουμε, όσο πιο ανοιχτό AOE damage και αν προκαλέσουμε, στο τέλος της ημέρας θα σπάμε με τον ίδιο τρόπο τα cores των εχθρικών πνευμάτων αλά Sang-Chi.

Περίμενα πως το δάμασμα διαφορετικών στοιχείων της φύσης θα είχε σκοπό ή πως το παιχνίδι θα με δοκίμαζε στην αποτελεσματική εναλλαγή τους, αλλά -καλώς ή κακώς- είναι οριακά προαιρετική. Όπως και το σενάριο, η μάχη έχει κάτι ισχυρό να δώσει, αλλά μας το δίνει μισοδαγκωμένο. Πάμε για 3 στα 3; Ο κόσμος του, το κομμάτι που οι developers μόχθησαν για να εξασφαλίσουν σαν άσσο στο μανίκι τους. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, έχουμε κάτι μεταξύ βαλέ και ρήγα, εφόσον το world building πέφτει στην ίδια παγίδα με τους προαναφερθέντες τομείς. Έχουμε μία περίεργη, αλλά άκρως ενδιαφέρουσα εφαρμογή πολλαπλών horror στοιχείων σε ένα open world περιβάλλον, ένα ταίριασμα στο οποίο δύσκολα μπορεί να βρεθεί σταθερότητα ή χρυσή τομή. Και σίγουρα το Ghostwire: Tokyo δεν είναι το πιο χαρισματικό video game ανοιχτού κόσμου από άποψη περιεχομένου, έχει όμως την ατμοσφαιρική άνεση για να φιλοξενήσει κάθε λάτρη του genre.

NANDA KORE WA

Οι επιλογές μας δεν είναι πολλές. Εξερεύνηση, συγκέντρωση ταλαιπωρημένων ψυχών, αντιμετώπιση των αναθεματισμένων yōkai και χάρες στα ελάχιστα μη εγκλωβισμένα πνεύματα, που κλαίνε τη μοίρα τους στα βρώμικα και αποπνικτικά στενά της Shibuya. Ειδικά αφότου επισκεφθείτε τα πελώρια Torii gates και ξορκίσετε τη διαβολική μαγεία που τα περιβάλλει, ο χάρτης μπαίνει σε διαδικασία defog και το map σας δείχνει όλα όσα χρειάζεται να επισκεφθείτε, πλην των απειλών και των spiritual παρελάσεων. And… that’s it. Λοξοδρομώντας από τα main quests δεν θα βρείτε ιδιαίτερη περιποίηση ή αξία στο δευτερεύον περιεχόμενο, εφόσον τα side quests είναι όλα τους μικρο-αγγαρείες που είτε παίρνουν δευτερόλεπτα για να ολοκληρωθούν, είτε αποτυγχάνουν να προσφέρουν κάποια πιο engaging μικροϊστορία του δρόμου. Πολύ κρίμα, γιατί η ατμόσφαιρα και η αίσθηση της περιήγησης στον χάρτη του Ghostwire: Tokyo είναι φανταστική ανά πάσα στιγμή, όμως μας καλεί να εξετάσουμε κάτι που δεν πολύ-υπάρχει.

Σώζεται πολύ σε αυτή του την απόπειρα από τις στοιχειωμένες απεικονίσεις του. Όλη αυτή η μουντάδα του άδειου Tokyo, η post-apocalyptic αύρα του και το συνολικό άλμα του art direction, βαράνε στη φλέβα της λατρεμένης ιαπωνικής κουλτούρας, με τις ευλογίες του Mikami twist. Τα τρομακτικά, όπως κατέληξαν να είναι, σοκάκια της πρωτεύουσας επέκτειναν την υπομονή μου στο μονοπάτι της αναζήτησης εκπλήξεων. Επειδή όμως και σε αυτά υπάρχει επανάληψη, κατέληξα στο συμπέρασμα πως το Ghostwire: Tokyo θα είχε πιο λογική συνοχή αν παρέμενε στη linear προσέγγιση. Αυτό διότι όλα όσα ανέφερα και με ευχαρίστησαν στο παιχνίδι, όπως το main path, οι τυχαίες αναμετρήσεις και το αισθητικό της υπόθεσης, προσπαθούσαν απλά να με καθυστερήσουν από το να βαρεθώ την, κατά τα άλλα, μονοδιάστατη ροή του. Τρανή απόδειξη, τα τελευταία κομμάτια του παιχνιδιού, όπου η λοξοδρόμηση περιορίζεται και καταλήγουν -κατ’ εμέ- να είναι και τα ισχυρότερα λεπτά/ώρες στο (περίπου) 10-12ωρο story του.

MIKAMI-ΖΕΙ ΕΝΤΟΣ ΟΡΙΩΝ

Κάτι τέτοιες στιγμές εκτίμησα περισσότερο το διαλογικό back & forward ανάμεσα στους δύο πρωταγωνιστές, την επικοινωνία των οποίων συνίσταται να διακόψετε (από το DualSense) για να φορέσετε ένα headset. Τεχνικά, υπέστησα χαμογελαστό κλονισμό από τις προσπάθειες της Tango Gameworks, ξεκινώντας με το υποδειγματικό sound design. Οι ηχητικοί μηχανισμοί έχουν πραγματικά μεγαλύτερο βάρος και από τους ίδιους τους πρωταγωνιστικούς χαρακτήρες, αφού μαζί με το 3D spatial audio συναποτελούν στη ρύθμιση του απαραίτητου κλίματος. Με bro fist αντιστοιχήθηκε και η ποιότητα των visuals, εφόσον όχι μόνο είναι αρκετά υψηλού επιπέδου, αλλά δεν πτοούνται και από μία ακόμη υπερβολή σε οπτικά εφέ και set pieces. Πρώτη φορά βλέπω τόσα performance options σε παιχνίδι κονσόλας, σε βαθμό που δεν γίνεται να μην βρείτε ένα λειτουργικό για εσάς δίδυμο ανάλυσης και ρυθμού καρέ. Παράλληλα, παρατηρήθηκε ένας τιμιότατος πειραματισμός με τις τεχνολογίες του DualSense, και δει τα triggers.

Κάτω από αυτή τη λούπα ενθουσιασμού και διακοπής κάθε προοπτικής βίωσα όλη μου την περιπέτεια στο Ghostwire: Tokyo. Το παιχνίδι είχε να δώσει πολλά σε κάθε επιμέρους τομέα, αλλά λίγο πριν προφτάσει να λάμψει, έκανε ένα βήμα πίσω. Η Resident Evil σκηνοθεσία του επιδίωκε συνεχώς να μου θυμίζει τις αρετές του και αν δεν τα κατάφερνε δεν θα είχα φτάσει στο τέλος του παιχνιδιού. Σε καμία περίπτωση δεν με απογοήτευσε, ίσα-ίσα είναι ακριβώς αυτό που οραματίστηκα, απλά… λιγότερο. Ακόμα και στο endgame, βρίσκω μία χ απόλαυση στη χρήση των kuji-kiri πολεμικών τεχνών, υπό τη συνοδεία μαγικών δυνάμεων, αλλά δεν βρίσκω πολλά σημεία του χάρτη στα οποία ανυπομονώ να τις διοχετεύσω. Σε κάποιο ουτοπικό σενάριο, βάσει του οποίου όλες αυτές οι απόπειρες του game design είχαν πιο αίσιο τέλος, θα μιλούσαμε για ένα εξαιρετικό video game. Με την τωρινή του εικόνα, παραμένει για μένα το μακράν πιο ενδιαφέρον παιχνίδι της Tango Gameworks, αλλά έχοντας την επίγνωση πως δεν είναι το καλύτερο.

Ευχαριστούμε πολύ την AVE Tech για την παροχή του review copy!

Τα θετικά στοιχεία του Ghostwire: Tokyo, όπως το concept, το σύστημα μάχης ή ο κόσμος του, δεν αναπτύσσονται ολοκληρωτικά και έτσι το παιχνίδι δεν καταφέρνει να λάμψει εμφατικά, παρά τις προοπτικές του.

7.5
Γιάννης Σιδηρόπουλος's Avatar

Γιάννης Σιδηρόπουλος

Παίζω games από όταν δεν μίλαγα καλά-καλά και ακόμα προσπαθώ να καταλήξω στο αγαπημένο μου είδος.