ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ

Ελλάδα info@savethegame.gr

A Plague Tale: Requiem | Review

Αναζητώντας την Ιθάκη.

Αν το πρώτο A Plague Tale ήταν μία ξαφνική και δυνατή γροθιά στο στομάχι μας, τότε το Requiem είναι μία αλλεπάλληλη επίθεση στη ψυχολογία των συναισθημάτων μας, διηγούμενο για ακόμα μία φορά μία ιστορία παιδιών, όχι όμως για παιδιά. Τα γεγονότα της ιστορία συνεχίζουν έξι μήνες μετά από εκεί που τα είχαμε αφήσει, με την οικογένεια de Rune, που απαρτίζεται από τη μητέρα και τα δύο της παιδιά, Hugo και Amicia, με συμπαραστάτη τους τον Lucas να προσπαθούν να κάνουν ένα νέο και ήσυχο ξεκίνημα. Μάταια όμως, αφού η πανδημία της μαύρης πανούκλας που ταλανίζει τη Γαλλία του 14ου αιώνα δεν υποχωρεί, σκορπίζοντας απλόχερα τον θάνατο με τη βοήθεια των ποντικιών, που λειτουργούν ως φορείς της, κατασπαράζοντας τα πάντα στο πέρασμα τους.

Ο μικρός Hugo, όπως ήδη γνωρίζουμε, δεν είναι ένα ακόμα παιδί αλλά ένας φορέας μίας σπάνιας ασθένειας, με ονομασία Prima Macula, που βρίσκεται στο αίμα του, χρίζοντας τον ικανό να ελέγξει μέρος των μολυσμένων αρουραίων. Η ασθένεια αυτή όμως κατασπαράζει και υποδουλώνει τον Hugo σε αυτή μέρα με τη μέρα, με ολόκληρο το πρώτο παιχνίδι να βασίζεται στην αναζήτηση του ελιξίριου που θα τον απαλλάξει από αυτήν. Οι προσπάθειες όμως δεν απέδωσαν καρπούς, με το Requiem να συνεχίζει έχοντας τον ίδιο ακριβώς στόχο. Μία σειρά ονείρων του Hugo που του φανερώνουν ένα νησί, πείθουν τόσο τον ίδιο, όσο και την αδερφή του Amicia πως εκεί θα βρουν τη λύση στο πρόβλημα τους μία για πάντα. Σαν τον Οδυσσέα στην Οδύσσεια, έτσι λοιπόν και τα δύο αδέρφια αναζητούν τη δική τους Ιθάκη, με το ταξίδι τους να μην είναι σε καμία περίπτωση στρωμένο με ροδοπέταλα.

ΠΑΙΖΩ ΕΓΩ ή ΠΑΙΖΟΥΝ ΜΑΖΙ ΜΟΥ;

Δεν νομίζω πως χρειάζεται να αναφερθώ περαιτέρω στα συμβάντα της ιστορίας, καθώς το A Plague Tale: Requiem είναι ένα παιχνίδι βασισμένο καθαρά στη δύναμη της ιστορίας του. Αυτό που μπορώ και θα κάνω όμως, είναι να μιλήσω για τα συναισθήματα που μου προκλήθηκαν κατά τη διάρκεια της ενασχόλησης μου μαζί του. Έχοντας παίξει το πρώτο παιχνίδι, θεώρησα πως είμαι σωστά προετοιμασμένος για την σκληράδα και την ωμότητα που ίσως θα αντιμετώπιζα και εδώ. Έσφαλα όμως και μάλιστα πανηγυρικά. Το A Plague Tale: Requiem έπαιξε μαζί μου, με τα συναισθήματά μου, με τη διάθεσή μου, με τη ψυχολογία μου. Τα βιντεοπαιχνίδια είναι ικανά να δημιουργήσουν συναισθήματα πιο άμεσα από τα υπόλοιπα μέσα. Η αιτία είναι η αλληλεπίδραση και η ταύτιση που επιτυγχάνεται με τους χαρακτήρες που χειριζόμαστε. Αυτό η Asobo Studio το γνώριζε καλά και το εφάρμοσε ακόμα καλύτερα. Δεν θυμάμαι άλλη φορά να δυσκολεύομαι τόσο στο να δω τα γεγονότα της ιστορίας, όχι εξαιτίας του υπερβολικού splatter, αλλά επειδή στεναχωριόμουν πραγματικά για όλα αυτά που περνούσαν αυτά τα δύο αδέρφια.

Ολόκληρη η παιδική ηλικία του Hugo και της Amicia θυσιάστηκε στην επιβίωσή τους, ενώ συνέχεια οι πιθανότητες ήταν εναντίον τους. Αυτό που δεν έχω καταλάβει μετά και την ολοκλήρωση του παιχνιδιού, είναι το ποιος ωρίμασε περισσότερο. Ήταν τα δύο αδέρφια που μέσα στον πανικό και την άγνοια τους πήραν αποφάσεις που θα δυσκολευόταν να πάρει ο κάθε ενήλικας ή μήπως η Asobo Studio που δημιούργησε ένα παιχνίδι που ήξερε πως θα πάρει προβολή (ύστερα από την επιτυχία του πρώτου), αγνοώντας παντελώς το fan service και βάζοντας σε προτεραιότητα τα πιστεύω της; Όπως και να έχει, λάτρεψα την ιστορία και τον χαρακτήρα του παιχνιδιού, όπως και όλα τα ρίσκα που πάρθηκαν.

ΑΠΟ INDIE ΣΕ TRIPLE A

Για να επιτευχθούν φυσικά όλα τα παραπάνω και να δημιουργηθούν τόσο έντονα συναισθήματα, έπρεπε και οι υπόλοιποι πυλώνες του παιχνιδιού να συμβαδίζουν σε ποιότητα. Τα γραφικά αλλά και όλος ο τεχνικός τομέας έχει δεχθεί μία ισχυρή τόνωση, με τα περιβάλλοντα να μοιάζουν πιο φυσικά και όμορφα, τους χαρακτήρες να δείχνουν πιο αληθοφανείς και τα animations να είναι πιο ανθρώπινα. Το art direction με τη βοήθεια της χρωματικής παλέτας, προσπαθεί να αναπαραστήσει όσο πιο πιστά μπορεί μία μεσαιωνική Γαλλία που βρίσκεται σε υγειονομική κρίση και τα καταφέρνει περίφημα. Αν συνυπολογίσουμε και τους ηθοποιούς με τα voice overs, τότε έχουμε ένα εξαιρετικό οπτικοακουστικό αποτέλεσμα, που εντείνει τις αισθήσεις μας.

Ο τρόπος με τον οποίο η Amicia  διασχίζει μία λίμνη που έχει πτώματα έκανε την ίδια να αηδιάζει και ταυτόχρονα κατάφερνε να γυρίζει και το δικό μου στομάχι, αφού αισθανόμουν πως ήμουν εκεί μαζί της και να μύριζα ό,τι και αυτή. Αν μπορούσα να προσάψω μερικές παραφωνίες στον οπτικό τομέα και γενικά στο performance, αυτές θα ήταν στο άστοχο σε στιγμές lip syncing, που προσπαθούσα σε σημεία να αγνοήσω και μερικά frame drops που εμφανίζονταν κυρίως μαζί με έναν υπερβολικό αριθμό ποντικιών, που γέμιζαν ολόκληρη την οθόνη. Κανένα από αυτά πάντως δεν ήταν ικανά να με βγάλουν εκτός παιχνιδιού ή να αλλάξω την άποψη μου για αυτό.  

ΠΕΡΠΑΤΩ ΕΙΣ ΤΟ ΔΑΣΟΣ ΟΤΑΝ ΤΑ ΠΟΝΤΙΚΙΑ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΕΔΩ

Έχοντας μιλήσει για ιστορία και γραφικά αυτό που απομένει για να ολοκληρωθεί η αγία τριάδα κάθε παιχνιδιού είναι το gameplay. Όπως και στο A Plague Tale: Innocence, έτσι και εδώ κυρίαρχος λειτουργικός μπούσουλας του παιχνιδιού είναι το stealth. Έχοντας ένα δεκαπεντάχρονο κορίτσι στην κατοχή σας, με μοναδικό όπλο μία σφεντόνα και με έναν ολόκληρο στρατό να σας κυνηγάει, δεν θα μπορούσε να γίνει και διαφορετικά. Οι βασικοί μηχανισμοί που υπήρχαν έρχονται αυτούσιοι και στο Requiem, με τα ψηλά γρασίδια να διασφαλίζουν πως δεν φαίνεστε, ενώ τα πήλινα βάζα και οι πέτρες προσελκύουν ακόμα το ενδιαφέρον των στρατιωτών, ώστε να περάσετε απαρατήρητοι από πίσω τους. Αυτό που διαφοροποιείται πλέον είναι πως κάθε companion που συνοδεύει την Amicia και τον Hugo κρύβει και μία ξεχωριστή ιδιότητα, ικανή να διαφοροποιήσει έστω και ελάχιστα την πεπατημένη, στην προσπάθεια της αναβολής του κορεσμού. Αυτό που ομολογουμένως δεν μου άρεσε τόσο, είναι πως μέσα από το stealth κλήθηκα να ζήσω καταστάσεις trial and error, αναζητώντας κάθε φορά το τέλειο μονοπάτι, παίζοντας ξανά και ξανά το ίδιο σημείο.

Πέραν όμως των στρατιωτών, εχθροί μέσα στο παιχνίδι είναι και τα φρικτά ποντίκια, που μπορούν να προκαλέσουν ανεπανόρθωτες ζημιές. Η αδυναμία των ποντικιών; Μα φυσικά το φως, από όπου και αν προέρχεται. Η συνάντηση με αυτά είναι αναπόφευκτη και με μοναδικό όπλο, όπως προανέφερα, το φως θα κληθούμε να λύσουμε τα διάφορα παζλ για να καταφέρουμε να περάσουμε αλώβητοι μέσα από αυτά. Δεν μπορώ να πω πως εντόπισα ριζοσπαστικές αλλαγές συγκριτικά με τον προκάτοχό και του στο συγκεκριμένο κομμάτι του gameplay, θεωρώντας πως πατάει στον ίδιο δρόμο διαφοροποιώντας απλά κάποια δεδομένα, και δίνοντας τους μία διαφορετική εκτέλεση.

Η σφεντόνα αποτελεί και πάλι το νούμερο 1 όπλο ενάντια στο οτιδήποτε, με ελάχιστα ακόμα αλλά χρήσιμα όπλα να αυξάνουν τις επιλογές της Amicia, κατά τη διάρκεια του ταξιδιού της. Κάθε skill αναβαθμίζεται βάση του κατά πόσο το χρησιμοποιείς, ενώ τα διάφορα upgrades των όπλων και αξεσουάρ πραγματοποιούνται μέσω των workbenches που βρίσκουμε διάσπαρτα μέσα στον χάρτη. Μου άρεσε η λιτότητα και ο μινιμαλισμός που χρησιμοποιήθηκε στα RPG στοιχεία, χωρίς να υπάρχουν οι φανφάρες και οι αγγαρείες, που καταλήγουν πολλές φορές στην ασταμάτητη αναζήτηση πετρών και φυτών.

ΚΑΙ ΤΩΡΑ ΤΙ;

Το A Plague Tale: Requiem μπορεί να μην επανιδρύει τον τροχό, όπως κατάφερε να κάνει το πρώτο παιχνίδι. Εξελίσσει όμως με σωστό και δομημένο τρόπο μία ήδη πετυχημένη και πρωτότυπη συνταγή, εκσυγχρονίζοντας τους βασικούς μηχανισμούς, διατηρώντας τη λιτότητα και την απλότητα που αγαπήσαμε. Ταυτόχρονα γιγαντώνει όλους του τομείς που διαθέτει, από γραφικά και σκηνοθεσία, μέχρι διάρκεια και επιλογές, όλα πλέον θυμίζουν ένα κανονικότατο triple A τίτλο, και όχι μία indie προσπάθεια, που επιδιώκει να πιάσει συγκεκριμένο κοινό. Αυτό που κάνει αριστουργηματικά όμως για εμένα, είναι ο τρόπος με τον οποίο μέσα από την ιστορία περνάει τα συναισθήματα που βιώνουν οι πρωταγωνιστές και στον παίκτη. Φόβος, στεναχώρια, ανασφάλεια, απελπισία, απαισιοδοξία, όλα αυτά τα βίωσα τόσο εγώ όσο και τα αδέρφια de Rune. Όπου υπάρχει σκοτάδι όμως υπάρχει και φως, με την ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο να υπάρχει πάντα στον ορίζοντα. Η Asobo Studio κατάφερε να με προβληματίσει τόσο κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού, όσο και μετά το πέρας του, με την ερώτηση που παίζει τις τελευταίες μέρες στο μυαλό μου να είναι "και τώρα τι; και τώρα τι παίζω μετά από αυτό;"

Ευχαριστούμε πολύ την AVE Tech για την παροχή του review copy!

Το A Plague Tale: Requiem ενηλικιώνει τη σειρά, κάνοντάς την πιο mainstream και προσβάσιμη. Πάνω από όλα όμως, διατηρεί αναλλοίωτη την αγάπη της Asobo Studio για τα καθαρόαιμα story-driven διηγήματα.

8.8
Δημήτρης Μίχος's Avatar

Δημήτρης Μίχος

Μια διπολική gaming προσωπικότητα που ακροβατεί μεταξύ των multiplayer και single-player games.